Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τάρπη: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(6_9)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάρπη''': ἡ, [[κόφινος]] [[μέγας]] πλεκτὸς ἐκ λύγων, [[Πολυδ]]. Ι΄, 158, Ἐτυμολ. Μέγ. 746, 54· οὕτω ταρπάνη, ἡ, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 37· ταρπός, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 174. (Συγγενὲς τῷ [[ταρρός]], [[ταρσός]]).
|lstext='''τάρπη''': ἡ, [[κόφινος]] [[μέγας]] πλεκτὸς ἐκ λύγων, [[Πολυδ]]. Ι΄, 158, Ἐτυμολ. Μέγ. 746, 54· οὕτω ταρπάνη, ἡ, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 37· ταρπός, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 174. (Συγγενὲς τῷ [[ταρρός]], [[ταρσός]]).
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />μεγάλο πλεχτό [[κοφίνι]] από κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία [[ωστόσο]] [[διάδοση]], από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: [[ταρπός]] και [[τερπός]] (<i>ὁ</i>), [[ταρπόνη]], [[ταρπάνη]] και <i>τερπόνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγχ</i>-<i>όνη</i>) και [[επίσης]] [[σάρπους]]<br /><i>κιβωτούς</i>, <i>δάρπη</i><br />[[κόφινος]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρπη Medium diacritics: τάρπη Low diacritics: τάρπη Capitals: ΤΑΡΠΗ
Transliteration A: tárpē Transliteration B: tarpē Transliteration C: tarpi Beta Code: ta/rph

English (LSJ)

ἡ,

   A large wicker basket, IG22.1628.506, Poll.10.158, EM746.53; Syracusan acc. to Hsch.: so ταρπόνη, ἡ, Peripl.M.Rubr.65; ταρπός, ὁ, Poll.7.174: cf. τερπός.

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, = Vorigem, Poll. 7, 174.

Greek (Liddell-Scott)

τάρπη: ἡ, κόφινος μέγας πλεκτὸς ἐκ λύγων, Πολυδ. Ι΄, 158, Ἐτυμολ. Μέγ. 746, 54· οὕτω ταρπάνη, ἡ, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 37· ταρπός, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 174. (Συγγενὲς τῷ ταρρός, ταρσός).

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
μεγάλο πλεχτό κοφίνι από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία ωστόσο διάδοση, από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: ταρπός και τερπός (), ταρπόνη, ταρπάνη και τερπόνη (πρβλ. αγχ-όνη) και επίσης σάρπους
κιβωτούς, δάρπη
κόφινος.