λαῖμα: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(6_21)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαῖμα''': τό, ἄδηλός τις [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. [[λαῖτμα]], [[ὅθεν]] ὁ Bentl. διώρθωσε [[λαῖγμα]], [[θυσία]], [[θῦμα]] (ἴδε [[λαῖγμα]]).
|lstext='''λαῖμα''': τό, ἄδηλός τις [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. [[λαῖτμα]], [[ὅθεν]] ὁ Bentl. διώρθωσε [[λαῖγμα]], [[θυσία]], [[θῦμα]] (ἴδε [[λαῖγμα]]).
}}
{{grml
|mltxt=τα<br /><b>βλ.</b> [[λαιμός]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαῖμα Medium diacritics: λαῖμα Low diacritics: λαίμα Capitals: ΛΑΙΜΑ
Transliteration A: laîma Transliteration B: laima Transliteration C: laima Beta Code: lai=ma

English (LSJ)

ατος, τό, dub. in Ar.Av.1563 (λαῖτμα cod. Ven., λαῖγμα (cf. λαίγματα) Bentley).

German (Pape)

[Seite 7] τό, = λῆμα, mit Anspielung auf λαιμός u. αἷμα, Ar. Av. 1559; doch schwankt die Lesart u. die Erkl.

Greek (Liddell-Scott)

λαῖμα: τό, ἄδηλός τις λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. λαῖτμα, ὅθεν ὁ Bentl. διώρθωσε λαῖγμα, θυσία, θῦμα (ἴδε λαῖγμα).

Greek Monolingual

τα
βλ. λαιμός.