προμαρτύρομαι: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προμαρτύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ [[προηγουμένως]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11. | |lstext='''προμαρτύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ [[προηγουμένως]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=attester d’avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μαρτύρομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A bear witness to beforehand, τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα 1 Ep.Pet.1.11.
German (Pape)
[Seite 733] dep. med., vorher zeugen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προμαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ προηγουμένως, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.
French (Bailly abrégé)
attester d’avance.
Étymologie: πρό, μαρτύρομαι.