διαγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διᾰγωνίζομαι''': ἀποθ., [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[ἐναντίον]], τινι καὶ [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 2, Κύρ. 1. 6, 26· [[ταῦτα]] δ. πρὸς ἀλλήλους [[αὐτόθι]] 1. 2, 12. ΙΙ. [[ἀγωνίζομαι]] ἀπελπιστικῶς, Θουκ. 5. 10· [[ἀγωνίζομαι]] ἁμιλλώμενος [[πρός]] τινα, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16· ἀποφασίζω τὸν ἀγῶνα, περὶ ἢ ὑπέρ τινος Αἰσχίν. 72. 27, κτλ.
|lstext='''διᾰγωνίζομαι''': ἀποθ., [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[ἐναντίον]], τινι καὶ [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 2, Κύρ. 1. 6, 26· [[ταῦτα]] δ. πρὸς ἀλλήλους [[αὐτόθι]] 1. 2, 12. ΙΙ. [[ἀγωνίζομαι]] ἀπελπιστικῶς, Θουκ. 5. 10· [[ἀγωνίζομαι]] ἁμιλλώμενος [[πρός]] τινα, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16· ἀποφασίζω τὸν ἀγῶνα, περὶ ἢ ὑπέρ τινος Αἰσχίν. 72. 27, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ([[διά]] l’un contre l’autre) lutter contre : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα contre qqn;<br /><b>2</b> ([[διά]] jusqu’au bout) lutter jusqu’au bout, soutenir une lutte avec opiniâtreté, lutter énergiquement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰγωνίζομαι Medium diacritics: διαγωνίζομαι Low diacritics: διαγωνίζομαι Capitals: ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diagōnízomai Transliteration B: diagōnizomai Transliteration C: diagonizomai Beta Code: diagwni/zomai

English (LSJ)

   A contend, struggle against, τινί, πρός τινα, X.Mem.3.9.2, Cyr.1.6.26; ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους ib. 1.2.12; τῷ Διὶ ὑπὲρ εὐδαιμονίας Epicur.Fr.602; ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς D.H. 3.17; περί τινος Luc.VH2.8: abs., μάχῃ δ. Th.5.10; λόγῳ δ. Pl. Grg.456b, cf. 464e, D.7.8; finish a contest, of the Chorus, X.HG6.4.16; but, decide a contest, περί τινος Aeschin.3.132:—Pass., διηγώνισται Plu.2.556e; πράξεις διαγωνισθεῖσαι Socr.Ep.30.9, etc.

German (Pape)

[Seite 575] 1) mit Einem wettkämpfen, τινί, Alc. 1, 123 d; Xen. Mem. 3, 9, 2; πρὸς τοὺς πολεμίους Cyr. 1, 6, 26, u. öfter; Isocr. 4, 147; Pol. 2, 10, 6; auch λόγῳ, Plat. Gorg. 456 c; übh. = eifrig kämpfen; Thuc. μάχῃ, 5, 10, d. i. entscheiden; Pol. 1, 11, 14 u. öfter; ὑπέρ τινος, um etwas zu erlangen, Aesch. 3, 206. – 2) durch-, auskämpfen, ἀγῶνα, Luc. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγωνίζομαι: ἀποθ., ἀγωνίζομαι, μάχομαι ἐναντίον, τινι καὶ πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 2, Κύρ. 1. 6, 26· ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους αὐτόθι 1. 2, 12. ΙΙ. ἀγωνίζομαι ἀπελπιστικῶς, Θουκ. 5. 10· ἀγωνίζομαι ἁμιλλώμενος πρός τινα, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16· ἀποφασίζω τὸν ἀγῶνα, περὶ ἢ ὑπέρ τινος Αἰσχίν. 72. 27, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 (διά l’un contre l’autre) lutter contre : τινι ou πρός τινα contre qqn;
2 (διά jusqu’au bout) lutter jusqu’au bout, soutenir une lutte avec opiniâtreté, lutter énergiquement.
Étymologie: διά, ἀγωνίζομαι.