καμπανίζω: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_2) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καμπανίζω''': [[ζυγίζω]], Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D. | |lstext='''καμπανίζω''': [[ζυγίζω]], Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Μ [[καμπανίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] την [[καμπάνα]] της εκκλησίας, [[κουδουνίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> ηχώ σαν [[καμπάνα]], [[αποδίδω]] ήχο καμπάνας, [[κουδουνίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινίσσομαι]] [[κάτι]], [[διατυπώνω]] καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς<br /><b>μσν.</b><br />[[ζυγίζω]] με τον κάμπανο. [[ζυγίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «[[χτυπώ]] την [[καμπάνα]]» <span style="color: red;"><</span> [[καμπάνα]]. Με τη [[σημασία]] «[[ζυγίζω]]» <span style="color: red;"><</span> [[καμπανός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A weigh, PLond.5.1708.130 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
καμπανίζω: ζυγίζω, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D.
Greek Monolingual
(Μ καμπανίζω)
νεοελλ.
1. χτυπώ την καμπάνα της εκκλησίας, κουδουνίζω
2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω
3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς
μσν.
ζυγίζω με τον κάμπανο. ζυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «χτυπώ την καμπάνα» < καμπάνα. Με τη σημασία «ζυγίζω» < καμπανός].