ψηφοφορέω: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψηφοφορέω''': δίδω τὴν ψῆφόν μου, [[ψηφίζω]], Διον. Ἀλ. 4. 20, Λουκ. Τίμ. 36, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ἐκλέγω]] διὰ ψήφου, νομοθέτου Διον. Ἁλ. 10. 56. - Παθ., ὁ αὐτ. 9. 43· - [[συχνάκις]] φέρεται ψηφηφ-, [[οἷον]] παρὰ Διον. Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ψηφοφορέω''': δίδω τὴν ψῆφόν μου, [[ψηφίζω]], Διον. Ἀλ. 4. 20, Λουκ. Τίμ. 36, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ἐκλέγω]] διὰ ψήφου, νομοθέτου Διον. Ἁλ. 10. 56. - Παθ., ὁ αὐτ. 9. 43· - [[συχνάκις]] φέρεται ψηφηφ-, [[οἷον]] παρὰ Διον. Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />apporter son suffrage (<i>litt.</i> son caillou), voter.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
A give one's vote, vote, D.H.4.20, Luc.Tim.36, S.E.M.2.40; determine by vote, ὅστις ἡγήσεται Phld.Acad.Ind. p.38M. II elect by vote, νομοθέτας D.H.10.56:—Pass., Id.9.43:—sts. written ψηφηφ-, v. l. in Id.4.20.
German (Pape)
[Seite 1398] 1) ich gebe meine Stimme mit dem Stimmsteinchen, übh. ich stimme, Luc. Tim. 36 u. öfter. – 2) c. acc. der Person, ich erwähle Einen durch meine Stimme, D. Hal. 10, 56 ψηφηφ.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοφορέω: δίδω τὴν ψῆφόν μου, ψηφίζω, Διον. Ἀλ. 4. 20, Λουκ. Τίμ. 36, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐκλέγω διὰ ψήφου, νομοθέτου Διον. Ἁλ. 10. 56. - Παθ., ὁ αὐτ. 9. 43· - συχνάκις φέρεται ψηφηφ-, οἷον παρὰ Διον. Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
apporter son suffrage (litt. son caillou), voter.
Étymologie: ψηφοφόρος.