ψηφοφορέω
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
A give one's vote, vote, D.H.4.20, Luc.Tim.36, S.E.M.2.40; determine by vote, ὅστις ἡγήσεται Phld.Acad.Ind. p.38M.
II elect by vote, νομοθέτας D.H.10.56:—Pass., Id.9.43:—sts. written ψηφηφ-, v.l. in Id.4.20.
German (Pape)
[Seite 1398] 1) ich gebe meine Stimme mit dem Stimmsteinchen, übh. ich stimme, Luc. Tim. 36 u. öfter. – 2) c. acc. der Person, ich erwähle Einen durch meine Stimme, D. Hal. 10, 56 ψηφηφ.
French (Bailly abrégé)
ψηφοφορῶ :
apporter son suffrage (litt. son caillou), voter.
Étymologie: ψηφοφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψηφοφορέω [ψῆφος, φέρω] (zijn) stem uitbrengen.
Russian (Dvoretsky)
ψηφοφορέω: опускать (в урну) вотивный камень, т. е. подавать голос, голосовать Luc.
Greek Monotonic
ψηφοφορέω: μέλ. -ήσω, δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοφορέω: δίδω τὴν ψῆφόν μου, ψηφίζω, Διον. Ἀλ. 4. 20, Λουκ. Τίμ. 36, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐκλέγω διὰ ψήφου, νομοθέτου Διον. Ἁλ. 10. 56. - Παθ., ὁ αὐτ. 9. 43· - συχνάκις φέρεται ψηφηφ-, οἷον παρὰ Διον. Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ.