προσνεύω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσνεύω''': [[νεύω]] [[πρός]], [[συγκατανεύω]], [[κλίνω]] [[πρός]] τινα [[ὅπως]] ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· [[κλίνω]] [[πρός]] τι, [[προσκλίνω]], ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.
|lstext='''προσνεύω''': [[νεύω]] [[πρός]], [[συγκατανεύω]], [[κλίνω]] [[πρός]] τινα [[ὅπως]] ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· [[κλίνω]] [[πρός]] τι, [[προσκλίνω]], ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se pencher vers, s’incliner;<br /><b>2</b> donner son assentiment.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[νεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνεύω Medium diacritics: προσνεύω Low diacritics: προσνεύω Capitals: ΠΡΟΣΝΕΥΩ
Transliteration A: prosneúō Transliteration B: prosneuō Transliteration C: prosneyo Beta Code: prosneu/w

English (LSJ)

   A incline or bend towards, Plu.Brut.1.    2 have an inclination or tendency, οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος Plot.5.1.6.    II incline, slope towards, Apollod.Poliorc.154.5; lean towards, in wrestling, etc., Gal.6.142 (v.l. for προν-), Antyll. ap. Orib.6.32.4; look towards, Λιβύη π. ἐπὶ τὸν ἄρκτον Str.2.4.3, cf. 13.1.68; προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς A.D.Synt.243.8.    2 Astrol., approach, of planets, Vett.Val.7.14,al.

German (Pape)

[Seite 773] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσνεύω: νεύω πρός, συγκατανεύω, κλίνω πρός τινα ὅπως ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· κλίνω πρός τι, προσκλίνω, ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.

French (Bailly abrégé)

1 se pencher vers, s’incliner;
2 donner son assentiment.
Étymologie: πρός, νεύω.