πιλνάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιλνάω''': [[πελάζω]], [[φέρω]] πλησίον· ἀλλὰ μόνον [[ἅπαξ]] εὕρηται, [[Βορέας]]... [[δρῦς]]... πιλνᾷ χθονὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 508. ― Ἀλλαχοῦ ἐν τῷ Παθ. πίλναμαι (ἀλλ’ [[ἄνευ]] ἐνεργ. τύπου πίλνημι), [[προσεγγίζω]], [[μετὰ]] δοτικ., ἅρματα χθονὶ πίλνατο, τὰ ἅρματα ἤγγιζον τὸ [[ἔδαφος]], Ἰλ. Ψ. 368· οὐ γὰρ ἐπ’ οὔδεϊ πίλναται, «οὐ γὰρ προσπελάζει τῇ γῇ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 93· πρβλ. [[προσπίλναμαι]]· δόμοισι πίλνασαι (τὰ Ἀντίγραφα -νᾷς), πλησιάζεις πρὸς τὴν οἰκίαν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 115· καὶ ἀπολ. [[μετὰ]] δύο ὑποκειμένων, [[γαῖα]] καὶ οὐρανὸς πίλνατο, γῆ καὶ οὐρανὸς ἠπείλουν σύρραξιν (ἐν τῇ θυέλλῃ), Ἡσ. Θεογ. 703. ― Ἐν Ἰλ. Χ. 402, ἀντὶ τοῦ χαῖται πίλναντο, [[ὅπερ]] οὐδεμίαν ἔννοιαν εὐπρόσδεκτον ἔχει, ἤδη κοινῶς ἐγένετο δεκτὴ ἡ διάφορ. γραφὴ πίτναντο.
|lstext='''πιλνάω''': [[πελάζω]], [[φέρω]] πλησίον· ἀλλὰ μόνον [[ἅπαξ]] εὕρηται, [[Βορέας]]... [[δρῦς]]... πιλνᾷ χθονὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 508. ― Ἀλλαχοῦ ἐν τῷ Παθ. πίλναμαι (ἀλλ’ [[ἄνευ]] ἐνεργ. τύπου πίλνημι), [[προσεγγίζω]], [[μετὰ]] δοτικ., ἅρματα χθονὶ πίλνατο, τὰ ἅρματα ἤγγιζον τὸ [[ἔδαφος]], Ἰλ. Ψ. 368· οὐ γὰρ ἐπ’ οὔδεϊ πίλναται, «οὐ γὰρ προσπελάζει τῇ γῇ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 93· πρβλ. [[προσπίλναμαι]]· δόμοισι πίλνασαι (τὰ Ἀντίγραφα -νᾷς), πλησιάζεις πρὸς τὴν οἰκίαν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 115· καὶ ἀπολ. [[μετὰ]] δύο ὑποκειμένων, [[γαῖα]] καὶ οὐρανὸς πίλνατο, γῆ καὶ οὐρανὸς ἠπείλουν σύρραξιν (ἐν τῇ θυέλλῃ), Ἡσ. Θεογ. 703. ― Ἐν Ἰλ. Χ. 402, ἀντὶ τοῦ χαῖται πίλναντο, [[ὅπερ]] οὐδεμίαν ἔννοιαν εὐπρόσδεκτον ἔχει, ἤδη κοινῶς ἐγένετο δεκτὴ ἡ διάφορ. γραφὴ πίτναντο.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />approcher de, jeter contre, [[τί]] τινι.<br />'''Étymologie:''' R. Πελ, être proche.
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιλνάω Medium diacritics: πιλνάω Low diacritics: πιλνάω Capitals: ΠΙΛΝΑΩ
Transliteration A: pilnáō Transliteration B: pilnaō Transliteration C: pilnao Beta Code: pilna/w

English (LSJ)

   A = πελάζω, bring near, once in Hes., Βορέας . . δρῦς . . πιλνᾷ χθονί brings them to earth, Op.510 ; also intr., δόμοισι πιλνᾷς thou drawest nigh to the house, h.Cer.115 (nisi leg. πίλνασαι) :—elsewh. Pass. πίλνᾰμαι (with no act. form πίλνημι), draw near to, approach, c. dat., ἅρματα χθονὶ πίλνατο the chariots went close to the ground, Il. 23.368 ; ἐπ' οὔδει πίλναται 19.93, cf. A.R.4.952, Simm.7 : abs. with two subjects, Γαῖα καὶ Οὐρανὸς πίλνατο earth and sky threatened to encounter (in the storm), Hes.Th.703 :—πίτναντο must be read for πίλναντο with Aristarch. and some codd. in Il.22.402 ; conversely πίλναντο for πίτναντο in Euph.63.2.

Greek (Liddell-Scott)

πιλνάω: πελάζω, φέρω πλησίον· ἀλλὰ μόνον ἅπαξ εὕρηται, Βορέας... δρῦς... πιλνᾷ χθονὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 508. ― Ἀλλαχοῦ ἐν τῷ Παθ. πίλναμαι (ἀλλ’ ἄνευ ἐνεργ. τύπου πίλνημι), προσεγγίζω, μετὰ δοτικ., ἅρματα χθονὶ πίλνατο, τὰ ἅρματα ἤγγιζον τὸ ἔδαφος, Ἰλ. Ψ. 368· οὐ γὰρ ἐπ’ οὔδεϊ πίλναται, «οὐ γὰρ προσπελάζει τῇ γῇ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 93· πρβλ. προσπίλναμαι· δόμοισι πίλνασαι (τὰ Ἀντίγραφα -νᾷς), πλησιάζεις πρὸς τὴν οἰκίαν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 115· καὶ ἀπολ. μετὰ δύο ὑποκειμένων, γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο, γῆ καὶ οὐρανὸς ἠπείλουν σύρραξιν (ἐν τῇ θυέλλῃ), Ἡσ. Θεογ. 703. ― Ἐν Ἰλ. Χ. 402, ἀντὶ τοῦ χαῖται πίλναντο, ὅπερ οὐδεμίαν ἔννοιαν εὐπρόσδεκτον ἔχει, ἤδη κοινῶς ἐγένετο δεκτὴ ἡ διάφορ. γραφὴ πίτναντο.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
approcher de, jeter contre, τί τινι.
Étymologie: R. Πελ, être proche.