μετοχικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
(6_11)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοχικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μετέχειν, Εἰρην. 1131C, Ψευδο-Διονύσ. 332Α. 2) ὁ εἰς μετοχὴν ἀνήκων, οὐκ ἔστι δὲ ὁ [[Ἀπόλλων]] μετοχικόν· ἐκλίνετο γὰρ ἂν Ἀπόλλοντος Εὐστ. 32. 33, 138. 15, Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 340C, Φώτ. καὶ λ. - Ἐπίρρ. μετοχικῶς, Ἀπολλωνίου Λεξικ.
|lstext='''μετοχικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μετέχειν, Εἰρην. 1131C, Ψευδο-Διονύσ. 332Α. 2) ὁ εἰς μετοχὴν ἀνήκων, οὐκ ἔστι δὲ ὁ [[Ἀπόλλων]] μετοχικόν· ἐκλίνετο γὰρ ἂν Ἀπόλλοντος Εὐστ. 32. 33, 138. 15, Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 340C, Φώτ. καὶ λ. - Ἐπίρρ. μετοχικῶς, Ἀπολλωνίου Λεξικ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μετοχικός]], -ή, -όν) [[μετοχή]]<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], με [[συμμετοχή]], ή αυτός που μπορεί να μετέχει<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μετοχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφέρεται με [[μετοχή]] («[[μετοχικός]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>2.</b> <b>(οικον.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μετοχή]] ή στον μέτοχο μιας επιχείρησης («μετοχικό [[κεφάλαιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>φυσ.</b> α) «μετοχική [[κίνηση]]» — η [[κίνηση]] ενός σώματος που συνδέεται με ένα κινούμενο [[σύστημα]] αναφοράς, το οποίο παρασύρει το [[σώμα]] [[κατά]] τη δική του [[κίνηση]]<br />β) «μετοχική [[ταχύτητα]]» — η [[ταχύτητα]] της μετοχικής κίνησης ενός σώματος, η οποία καθορίζεται από τη σχετική και την απόλυτη [[ταχύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετοχικόν</i><br />η [[μετοχή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μετοχικώς</i> και <i>μετοχικά</i> (Α μετοχικῶς)<br />με μετοχικό τρόπο, με [[συμμετοχή]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοχικός Medium diacritics: μετοχικός Low diacritics: μετοχικός Capitals: ΜΕΤΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: metochikós Transliteration B: metochikos Transliteration C: metochikos Beta Code: metoxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A relating to a partnership, PStrassb. 116.10 (i A. D.).    II participial, ὄνομα, σύνταξις, D.H.Amm.2.12, A.D.Synt.84.23, cf. Eust.32.33, 138.15. Adv. -κῶς Apollon.Lex. s.v. τέθηπα.

German (Pape)

[Seite 162] ή, όν, theilnehmend, τὸ μετοχικόν, das Participium, Gramm.; S. Emp. adv. gramm. 239.

Greek (Liddell-Scott)

μετοχικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μετέχειν, Εἰρην. 1131C, Ψευδο-Διονύσ. 332Α. 2) ὁ εἰς μετοχὴν ἀνήκων, οὐκ ἔστι δὲ ὁ Ἀπόλλων μετοχικόν· ἐκλίνετο γὰρ ἂν Ἀπόλλοντος Εὐστ. 32. 33, 138. 15, Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 340C, Φώτ. καὶ λ. - Ἐπίρρ. μετοχικῶς, Ἀπολλωνίου Λεξικ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μετοχικός, -ή, -όν) μετοχή
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή
νεοελλ.
1. αυτός που εκφέρεται με μετοχήμετοχικός προσδιορισμός»)
2. (οικον.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή ή στον μέτοχο μιας επιχείρησης («μετοχικό κεφάλαιο»)
3. φρ. φυσ. α) «μετοχική κίνηση» — η κίνηση ενός σώματος που συνδέεται με ένα κινούμενο σύστημα αναφοράς, το οποίο παρασύρει το σώμα κατά τη δική του κίνηση
β) «μετοχική ταχύτητα» — η ταχύτητα της μετοχικής κίνησης ενός σώματος, η οποία καθορίζεται από τη σχετική και την απόλυτη ταχύτητα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετοχικόν
η μετοχή.
επίρρ...
μετοχικώς και μετοχικά (Α μετοχικῶς)
με μετοχικό τρόπο, με συμμετοχή.