ὑπερισχύω: Difference between revisions
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
(6_3) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23). | |lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπερισχύω]] ΝΑ [[ἰσχύω]]<br />[[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[πανίσχυρος]], [[επικρατώ]], [[υπερνικώ]], επιβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωτιά]]) έχω υπέρμετρη [[ένταση]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[είμαι]] εξαιρετικά [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A to be exceedingly strong, of fire, Thphr.Ign.10; ὁ λόγος LXX 2 Ki.24.4; οἶνος ib.qEs.3.10, cf. 4.41; of trees, to be too luxuriant, Thphr.CP3.18.2. 2 of persons, to be overbearing, Sammelb. 4638.6 (ii B. C.). II c. gen., to be stronger than, prevail over, τοῦ πάθους J.BJ1.29.4, cf. LXX Jo.17.18: also c. acc., PPetr.2p.58 (iii B. C., cf. 3p.66), PRyl.119.30 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1197] überaus stark, fest sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερισχύω: [ῡ], εἶμαι ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ λόγος Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· οἶνος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, βλαστάνω ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).
Greek Monolingual
ὑπερισχύω ΝΑ ἰσχύω
είμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαι
αρχ.
1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση
2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.