μηκάομαι: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηκάομαι''': ἀποθ.· ὁ ἐνεστ. μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 33, ἀλλ’ οἱ μόνοι ἐν χρήσει εὑρισκόμενοι τύποι [[εἶναι]] ἡ ἀρχαία μετοχ. τοῦ ἀορ. μᾰκών· μετοχ. πρκμ. [[μεμηκώς]], θηλ. [[μετὰ]] βραχ. προπαραληγ. μεμᾰκυῖα· καὶ [[παρατατικός]] τις σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., [[ἐμέμηκον]]. Βληχῶμαι, βελάζω ἐπὶ προβάτων, ὄϊες... μυρίαι ἑστήκασιν..., ἀζηχὲς μεμακυῖαι, βληχώμεναι, Ἰλ. Δ. 435· θήλειαι δ’ [[ἐμέμηκον]] ἀνήμελκτοι περὶ σηκοὺς Ὀδ. Ι. 439· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐπὶ αἰγῶν, μόνον ἐν τῷ ὀνόματι μηκὰς (οὕτω τὸ [[βληχάομαι]], κεῖται ἐπί τε προβάτων καὶ αἰγῶν)· ἐπὶ διωκομένου νεβροῦ ἢ λαγοῦ, [[ἐκπέμπω]] ὀξὺν μυκηθμόν, φωνάζω, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκὼς Ἰλ. Κ. 362· ― ἡ μετοχ. μακὼν εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει, κὰδ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι [[μακών]], ἔπεσεν εἰς τὴν κόνιν ἀφεὶς κραυγήν, «μυκησάμενος, φθεγξάμενος βαρὺ» (Σχόλ.), ἐπὶ ἵππου τετρωμένου, κτλ., Π. 469, Ὀδ. Κ. 163., Τ. 454· ἐπὶ ἀνθρώπου, Σ. 98. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἤχου, ἴδε [[μυκάομαι]] ἐν τέλ.).
|lstext='''μηκάομαι''': ἀποθ.· ὁ ἐνεστ. μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 33, ἀλλ’ οἱ μόνοι ἐν χρήσει εὑρισκόμενοι τύποι [[εἶναι]] ἡ ἀρχαία μετοχ. τοῦ ἀορ. μᾰκών· μετοχ. πρκμ. [[μεμηκώς]], θηλ. [[μετὰ]] βραχ. προπαραληγ. μεμᾰκυῖα· καὶ [[παρατατικός]] τις σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., [[ἐμέμηκον]]. Βληχῶμαι, βελάζω ἐπὶ προβάτων, ὄϊες... μυρίαι ἑστήκασιν..., ἀζηχὲς μεμακυῖαι, βληχώμεναι, Ἰλ. Δ. 435· θήλειαι δ’ [[ἐμέμηκον]] ἀνήμελκτοι περὶ σηκοὺς Ὀδ. Ι. 439· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐπὶ αἰγῶν, μόνον ἐν τῷ ὀνόματι μηκὰς (οὕτω τὸ [[βληχάομαι]], κεῖται ἐπί τε προβάτων καὶ αἰγῶν)· ἐπὶ διωκομένου νεβροῦ ἢ λαγοῦ, [[ἐκπέμπω]] ὀξὺν μυκηθμόν, φωνάζω, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκὼς Ἰλ. Κ. 362· ― ἡ μετοχ. μακὼν εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει, κὰδ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι [[μακών]], ἔπεσεν εἰς τὴν κόνιν ἀφεὶς κραυγήν, «μυκησάμενος, φθεγξάμενος βαρὺ» (Σχόλ.), ἐπὶ ἵππου τετρωμένου, κτλ., Π. 469, Ὀδ. Κ. 163., Τ. 454· ἐπὶ ἀνθρώπου, Σ. 98. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἤχου, ἴδε [[μυκάομαι]] ἐν τέλ.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>pf.2 au sens d’un prés., part.</i> [[μεμηκώς]], <i>fém.</i> [[μεμακυῖα]] ; <i>pqp. au sens d’un impf.</i> [[ἐμέμηκον]];<br /><b>1</b> bêler;<br /><b>2</b> <i>au part. ao.2</i> [[μακών]], qui pousse un cri semblable à un bêlement.<br />'''Étymologie:''' R. Μηκ, pousser un cri.
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκάομαι Medium diacritics: μηκάομαι Low diacritics: μηκάομαι Capitals: ΜΗΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: mēkáomai Transliteration B: mēkaomai Transliteration C: mikaomai Beta Code: mhka/omai

English (LSJ)

pres. only late, Procop. Goth.2.17, cf. Phryn.PSp.59 B., Sch.Od.9.124: poet. aor. part. μᾰκών (v. infr.): pf. part. μεμηκώς; fem. μεμᾰκυῖα: impf., formed from pf.,

   A ἐμέμηκον Od.9.439:—bleat, of sheep, μυρίαι ἑστήκασιν... ἀζηχὲς μεμακυῖαι Il.4.435; θήλειαι δ' ἐμέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς Od.9.439 (used by Hom. of goats only in the Subst. μηκάς); of a hunted fawn or hare, scream, shriek, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκώς Il.10.362: part. μακών only in the phrase, κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών fell shrieking to earth, of a wounded horse, stag, or boar, 16.469, Od. 10.163, 19.454; of a man, 18.98.—Onomatopoeic word.

German (Pape)

[Seite 171] (onomatopoetisch, wie μυκάομαι), perf. mit Präsensbdtg μέμηκα (partic. μεμηκώς, Il. 10, 362, fem. μεμακυῖα, 4, 435), u. davon ein impf. gebildet, μέμηκον, Od. 9, 439; auch zieht man hierher das part. aor. μακών; – blöken, von Schaafen, Il. 4, 435 Od. 9, 439; vom Geschrei des verfolgten Hirschkalbes u. des Hafen, quäken, Il. 10, 362; später gew. von Ziegen, meckern, μηκᾶται αἲξ καὶ ἔλαφος, B. A. 33, 8; Anth.; Philostr. – Das partic. μακών findet sich nur in der Verbindung κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών, nieder stürzte er in den Staub schreiend, Od. 18, 98, vom verwundeten Pferde, Hirsche, Eber, Il. 16, 469 Od. 10, 163. 19, 454, nach den alten Erkl. ἄσημον ἦχον ἀποτελέσας; Andere leiten es von μῆκος ab, εἰς μῆκος ἐκταθείς, der Länge nach, unrichtig.

Greek (Liddell-Scott)

μηκάομαι: ἀποθ.· ὁ ἐνεστ. μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 33, ἀλλ’ οἱ μόνοι ἐν χρήσει εὑρισκόμενοι τύποι εἶναι ἡ ἀρχαία μετοχ. τοῦ ἀορ. μᾰκών· μετοχ. πρκμ. μεμηκώς, θηλ. μετὰ βραχ. προπαραληγ. μεμᾰκυῖα· καὶ παρατατικός τις σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., ἐμέμηκον. Βληχῶμαι, βελάζω ἐπὶ προβάτων, ὄϊες... μυρίαι ἑστήκασιν..., ἀζηχὲς μεμακυῖαι, βληχώμεναι, Ἰλ. Δ. 435· θήλειαι δ’ ἐμέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκοὺς Ὀδ. Ι. 439· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐπὶ αἰγῶν, μόνον ἐν τῷ ὀνόματι μηκὰς (οὕτω τὸ βληχάομαι, κεῖται ἐπί τε προβάτων καὶ αἰγῶν)· ἐπὶ διωκομένου νεβροῦ ἢ λαγοῦ, ἐκπέμπω ὀξὺν μυκηθμόν, φωνάζω, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκὼς Ἰλ. Κ. 362· ― ἡ μετοχ. μακὼν εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει, κὰδ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι μακών, ἔπεσεν εἰς τὴν κόνιν ἀφεὶς κραυγήν, «μυκησάμενος, φθεγξάμενος βαρὺ» (Σχόλ.), ἐπὶ ἵππου τετρωμένου, κτλ., Π. 469, Ὀδ. Κ. 163., Τ. 454· ἐπὶ ἀνθρώπου, Σ. 98. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἤχου, ἴδε μυκάομαι ἐν τέλ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
pf.2 au sens d’un prés., part. μεμηκώς, fém. μεμακυῖα ; pqp. au sens d’un impf. ἐμέμηκον;
1 bêler;
2 au part. ao.2 μακών, qui pousse un cri semblable à un bêlement.
Étymologie: R. Μηκ, pousser un cri.