πόππυσμα: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_20) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόππυσμα''': ποππυσμός, ἴδε [[ποππύζω]]. | |lstext='''πόππυσμα''': ποππυσμός, ἴδε [[ποππύζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[ποππύζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συριγμός]] που γίνεται με μισόκλειστα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κολάκευμα]], [[θωπεία]]<br /><b>2.</b> ηχηρό [[φίλημα]] με [[συμπίεση]] τών χειλιών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A smacking of lips, clucking, Dexipp. in Cat.11.27: Lat.poppysma, Juv.6.584.
German (Pape)
[Seite 682] τό, das Pfeifen, Schnalzen, nach Suid. κολακεῖαι εἰς τοὺς ἀδαμάστους ἵππους. Auch = Kuß, vgl. Iuvenal. 6, 584.
Greek (Liddell-Scott)
πόππυσμα: ποππυσμός, ἴδε ποππύζω.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ ποππύζω
μσν.
συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη
αρχ.
1. κολάκευμα, θωπεία
2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών.