ἀνασκάπτω: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνασκάπτω''': ἀνορύττω, [[σκάπτω]], Ἀριστ. π. Θαυμ. 73, ἐν τῷ παθ. 2) ἐκριζῶ, «ξεριζώνω», ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5: [[ἀνατρέπω]] ἐκ θεμελίων, [[κατεδαφίζω]], ἐπὶ οἰκοδομῶν, Πολύβ. 16. 1, 6. 3) [[σκάπτω]] τὴν γῆν, Πλουτ. Θησ. 36, πρβλ. Πομπ. 62. | |lstext='''ἀνασκάπτω''': ἀνορύττω, [[σκάπτω]], Ἀριστ. π. Θαυμ. 73, ἐν τῷ παθ. 2) ἐκριζῶ, «ξεριζώνω», ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5: [[ἀνατρέπω]] ἐκ θεμελίων, [[κατεδαφίζω]], ἐπὶ οἰκοδομῶν, Πολύβ. 16. 1, 6. 3) [[σκάπτω]] τὴν γῆν, Πλουτ. Θησ. 36, πρβλ. Πομπ. 62. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀνασκάψω, <i>ao.</i> ἀνέσκαψα ; <i>part. ao.2 Pass.</i> ἀνασκαφείς;<br /><b>1</b> fouiller le sol;<br /><b>2</b> ouvrir des tranchées dans, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σκάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A dig up, πλοῦτον Str.9.3.8; τύπον Plu. Thes.36; ὅλην πόλιν Pomp.62:—Pass., Arist.Mir.835b22, Plu.2.924c. 2 extirpate, of plants, Thphr.HP3.18.5 (prob. l.); raze to the ground, of buildings, Plb.16.1.6, IG12(2).526a4 (Eresus). 3 metaph. of ulcers with 'undermined edges', βεβρωμένα καὶ ἀνεσκαμμένα Archig. ap.Aët. 16.106(96).
German (Pape)
[Seite 207] ausgraben, τόπον, πόλιν, Gräben an einem Orte aufwerfen, Plut. Thes. 36 Pomp. 62; ἀνασκαφέν Dion. Hal. 2, 40; von Grund aus zerstören, Pol. 16, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκάπτω: ἀνορύττω, σκάπτω, Ἀριστ. π. Θαυμ. 73, ἐν τῷ παθ. 2) ἐκριζῶ, «ξεριζώνω», ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5: ἀνατρέπω ἐκ θεμελίων, κατεδαφίζω, ἐπὶ οἰκοδομῶν, Πολύβ. 16. 1, 6. 3) σκάπτω τὴν γῆν, Πλουτ. Θησ. 36, πρβλ. Πομπ. 62.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνασκάψω, ao. ἀνέσκαψα ; part. ao.2 Pass. ἀνασκαφείς;
1 fouiller le sol;
2 ouvrir des tranchées dans, acc..
Étymologie: ἀνά, σκάπτω.