μάρπτις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάρπτις''': -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[μάρπτις]]· [[ὑβριστής]]»· πρότερον ἐγράφετο [[ἡμαρτημένως]]: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.
|lstext='''μάρπτις''': -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[μάρπτις]]· [[ὑβριστής]]»· πρότερον ἐγράφετο [[ἡμαρτημένως]]: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[μάρπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρπτις Medium diacritics: μάρπτις Low diacritics: μάρπτις Capitals: ΜΑΡΠΤΙΣ
Transliteration A: márptis Transliteration B: marptis Transliteration C: marptis Beta Code: ma/rptis

English (LSJ)

ὁ,

   A seizer, ravisher, A.Supp.826 (lyr.); μάρπτυς (sic): ὑβριστής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 96] ὁ, der Räuber, der gewaltsam ergreift, Aesch. Suppl. 806. Bei Hesych. steht falsch μαρπτός, ὑβριστής, sollte μαρπτής heißen.

Greek (Liddell-Scott)

μάρπτις: -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «μάρπτις· ὑβριστής»· πρότερον ἐγράφετο ἡμαρτημένως: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: μάρπτω.