καταμήνιος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμήνιος''': -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, [[ἔμμηνος]], [[ἐπιμήνιος]]·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν [[κάθαρσις]], ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν [[αἱμορραγία]], ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται [[ῥόος]] τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· [[ὅταν]] τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[συνήθεια]] συνηθεῖα, σύνηθα». | |lstext='''καταμήνιος''': -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, [[ἔμμηνος]], [[ἐπιμήνιος]]·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν [[κάθαρσις]], ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν [[αἱμορραγία]], ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται [[ῥόος]] τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· [[ὅταν]] τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[συνήθεια]] συνηθεῖα, σύνηθα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />mensuel ; <i>subst.</i> ὁ [[καταμήνιος]] PAPY ouvrier loué au mois ; ἡ [[καταμήνιος]] ([[κάθαρσις]]), τὰ καταμήνια les menstrues.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μήν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A monthly, of wages, IG12.339.30, al.; καθάρσεις Ph.1.45; αἷμα Gal.UP14.3. 2 hired by the month, BGU1521 (iii B. C.), POxy.2155.8(iv A. D.). II Subst. καταμηνίη, ἡ (sc. κάθαρσις), = καταμήνια, τά, prob. in IG12(5).646 (Ceos). 2 τὰ κ. menses of women, Hp.Aph.3.28, Arist.GA 727a18, al., Plot.2.9.12, etc.: sg. -μήνιον, τό, Arist.HA573a16, Gal. 8.423, Speus. ap. Alex.Aphr.in Metaph.699.31.
German (Pape)
[Seite 1363] monatlich, τὰ καταμήνια, die monatliche Reinigung bei den Frauen, Hippocr.; Arist. H. A. 3, 12. 7, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταμήνιος: -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, ἔμμηνος, ἐπιμήνιος·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν κάθαρσις, ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν αἱμορραγία, ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται ῥόος τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· ὅταν τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «συνήθεια συνηθεῖα, σύνηθα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mensuel ; subst. ὁ καταμήνιος PAPY ouvrier loué au mois ; ἡ καταμήνιος (κάθαρσις), τὰ καταμήνια les menstrues.
Étymologie: κατά, μήν.