μεγαλοπρεπής: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, [[ἔξοχος]], [[λαμπρός]], Λατ. magnificus, [[δεῖπνον]] μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· [[ἔργον]] καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, [[μεγαλοπρέπεια]], Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57. | |lstext='''μεγᾰλοπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, [[ἔξοχος]], [[λαμπρός]], Λατ. magnificus, [[δεῖπνον]] μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· [[ἔργον]] καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, [[μεγαλοπρέπεια]], Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;<br /><i>Cp.</i> μεγαλοπρεπέστερος, <i>Sp.</i> μεγαλοπρεπέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A befitting a great man, magnificent, δεῖπνον μ. Hdt.5.18; δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Id.6.122; κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ar.Av.1125; ταφή Pl.Mx.234c; προαίρεσις Hyp. Epit.40; πράξεις ib.1 (Comp.); δόξα 2 Ep.Pet.1.17, etc. 2 of persons, Pl.R.487a, al., Arist.EN1107b17; τὸ μ. X.Mem.3.10.5; of a horse, Id.Eq.10.1 (Comp.): Sup., as honorific title, PGrenf.2.81 (a). 14 (v A. D.), etc. 3 of style, μ. λόγοι Pl.Smp. 210d; λέξις Arist. Rh.Al.1441b12; μεθιστάναι ἐπὶ τὸ -έστερον ib.1423b12. II Adv. -πέως, Att. -πῶς, Hdt.6.128, X.An.1.4.17, etc.: Comp. -έστερον Id.Vect.6.1, Pl.Ly. 215e: Sup. -έστατα Hdt.7.57.
German (Pape)
[Seite 107] ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 70, 10.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, ἔξοχος, λαμπρός, Λατ. magnificus, δεῖπνον μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, μεγαλοπρέπεια, Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;
Cp. μεγαλοπρεπέστερος, Sp. μεγαλοπρεπέστατος.
Étymologie: μέγας, πρέπω.