ἀπαλοάω: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπᾰλοάω''': ποιητ. -οιάω: μέλλ. -ήσω, [[ἁλωνίζω]], [[σῖτος]] ἀπηλοημένος, «ἁλωνισμένον σιτάρι», Δημ. 1042. 22. 2) μεταφ. [[θραύω]], [[συντρίβω]], ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἐν γένει σημαίνει, κατασυντρίβω, [[καταστρέφω]], Νόνν. Δ. 9. 320. | |lstext='''ἀπᾰλοάω''': ποιητ. -οιάω: μέλλ. -ήσω, [[ἁλωνίζω]], [[σῖτος]] ἀπηλοημένος, «ἁλωνισμένον σιτάρι», Δημ. 1042. 22. 2) μεταφ. [[θραύω]], [[συντρίβω]], ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἐν γένει σημαίνει, κατασυντρίβω, [[καταστρέφω]], Νόνν. Δ. 9. 320. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> ἀπαλοιάω;<br />battre le blé ; battre, broyer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλοάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. ἀπαλλοτρι-οιάω,
A thresh out, σῖτος ἀπηλοημένος D.42.6. 2 metaph., bruise, crush, Il.4.522; generally, destroy, Nonn.D.9.320.
German (Pape)
[Seite 277] p. ἀπαλοιάω, eigtl. ausdreschen, σῖτος ἀπηλοημένος Dem. 42, 5; Theophr.; zerdreschen, zerprügeln, ὀστέα ἀπηλοίησεν Il. 4, 522.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰλοάω: ποιητ. -οιάω: μέλλ. -ήσω, ἁλωνίζω, σῖτος ἀπηλοημένος, «ἁλωνισμένον σιτάρι», Δημ. 1042. 22. 2) μεταφ. θραύω, συντρίβω, ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἐν γένει σημαίνει, κατασυντρίβω, καταστρέφω, Νόνν. Δ. 9. 320.
French (Bailly abrégé)
épq. ἀπαλοιάω;
battre le blé ; battre, broyer.
Étymologie: ἀπό, ἀλοάω.