ἀνήνοθε: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνήνοθε''': Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, [[αἷμα]] ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, [[ἀνέρχομαι]], ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ [[ἐνήνοθε]] θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι [[ἐντός]], πρβλ. [[ἐνήνοχα]] ἐκ τοῦ *ἐνέκω, [[ἐδήδοκα]] ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα [[ταῦτα]] ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, [[μετὰ]] τῆς καταλήξεως -έθω, [[ὅπως]] τὸ [[ἄντομαι]] ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ [[μᾶλλον]] ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα [[εἶναι]] πρκμ. τοῦ [[ἀνθέω]] ([[μετὰ]] προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν]. | |lstext='''ἀνήνοθε''': Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, [[αἷμα]] ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, [[ἀνέρχομαι]], ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ [[ἐνήνοθε]] θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι [[ἐντός]], πρβλ. [[ἐνήνοχα]] ἐκ τοῦ *ἐνέκω, [[ἐδήδοκα]] ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα [[ταῦτα]] ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, [[μετὰ]] τῆς καταλήξεως -έθω, [[ὅπως]] τὸ [[ἄντομαι]] ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ [[μᾶλλον]] ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα [[εἶναι]] πρκμ. τοῦ [[ἀνθέω]] ([[μετὰ]] προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. pf. {DELG pqp.} au sens d’un prés. ou d’ao.</i><br />jaillir.<br />'''Étymologie:''' DELG appartient à un ensemble de mots poétiques de sens vagues et de formes peu claires. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. pf. used like an aor.: αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς blood
A gushed forth from the wound, Il.11.266; κνίση ὲν ἀνήνοθεν the savour mounted up, Od.17.270 (ἐνήνοθε Aristarch.).
German (Pape)
[Seite 229] es dringt hervor (ἄνθω, ἄνθος, vgl. ἐνήνοθεν); bei Hom. zweimal, als Pers. mit Präsensbed. (= ἀνέρχεται, Scholl.) Od. 17, 270 ἐπεὶ κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει; als Imperf drang hervor, Iliad. 11, 266 ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν, ὄφρα οἱ αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς. S. Buttmann Lexil. 1, 266 – 299. Nach einer Notiz Scholl. Od. 17, 270 soll Aristarch dort ἐνήνοθεν gelesen haben, die κοιναί (schlechte Ausgaben) ἀνήνοθεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήνοθε: Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, αἷμα ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, ἀνέρχομαι, ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ ἐνήνοθε θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι ἐντός, πρβλ. ἐνήνοχα ἐκ τοῦ *ἐνέκω, ἐδήδοκα ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα ταῦτα ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, μετὰ τῆς καταλήξεως -έθω, ὅπως τὸ ἄντομαι ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ μᾶλλον ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα εἶναι πρκμ. τοῦ ἀνθέω (μετὰ προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν].
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf. {DELG pqp.} au sens d’un prés. ou d’ao.
jaillir.
Étymologie: DELG appartient à un ensemble de mots poétiques de sens vagues et de formes peu claires.