οὔλιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὔλιος''': -α, -ον, ([[οὖλος]] Γ, ὀλεῖν), ὡς τὸ [[ὀλοός]], [[οὐλόμενος]], [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], [[οὔλιος]] [[ἀστήρ]], ὁ [[ἀστήρ]] Κύων, Ἰλ. Λ. 62· ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 192, 441, Πινδ. Ο. 9. 116· ἐπὶ δοράτων καὶ ἐπὶ θρήνων, [[αὐτόθι]] 13. 33, Π. 12. 14· [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., οὔλ. [[πάθος]] Σοφ. Αἴ. 932· πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. [[οὖλος]] 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Φερεκύδ. Ἱστ. 106, τινὲς διατηροῦσιν [[ἐνταῦθα]] τὴν ἀρχικὴν σημασίαν τοῦ [[ὀλέθριος]], [[ἐπειδὴ]] ἀμφότεροι εἶχον σχέσιν πρὸς τὸν θάνατον· τὸ [[ὄνομα]] [[Ἀπόλλων]] παράγεται ἐκ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], ἡ δὲ Ἄρτεμις ἦτο ὀνομαστὴ διὰ τὰ ἀγανὰ βέλεα αὑτῆς· ἀλλ’ ὁ Στράβ. 635 ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὑγιαστικὸς καὶ παιωνικός, ἴδε [[οὔλω]].
|lstext='''οὔλιος''': -α, -ον, ([[οὖλος]] Γ, ὀλεῖν), ὡς τὸ [[ὀλοός]], [[οὐλόμενος]], [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], [[οὔλιος]] [[ἀστήρ]], ὁ [[ἀστήρ]] Κύων, Ἰλ. Λ. 62· ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 192, 441, Πινδ. Ο. 9. 116· ἐπὶ δοράτων καὶ ἐπὶ θρήνων, [[αὐτόθι]] 13. 33, Π. 12. 14· [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., οὔλ. [[πάθος]] Σοφ. Αἴ. 932· πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. [[οὖλος]] 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Φερεκύδ. Ἱστ. 106, τινὲς διατηροῦσιν [[ἐνταῦθα]] τὴν ἀρχικὴν σημασίαν τοῦ [[ὀλέθριος]], [[ἐπειδὴ]] ἀμφότεροι εἶχον σχέσιν πρὸς τὸν θάνατον· τὸ [[ὄνομα]] [[Ἀπόλλων]] παράγεται ἐκ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], ἡ δὲ Ἄρτεμις ἦτο ὀνομαστὴ διὰ τὰ ἀγανὰ βέλεα αὑτῆς· ἀλλ’ ὁ Στράβ. 635 ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὑγιαστικὸς καὶ παιωνικός, ἴδε [[οὔλω]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />funeste, malfaisant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοός]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔλιος Medium diacritics: οὔλιος Low diacritics: ούλιος Capitals: ΟΥΛΙΟΣ
Transliteration A: oúlios Transliteration B: oulios Transliteration C: oylios Beta Code: ou)/lios

English (LSJ)

α, ον, (οὖλος C)

   A = ὀλοός, baleful, deadly, οὔ. ἀστήρ, of the dog-star, Il.11.62; epith. of Ares, Hes.Sc.192,441, Pi.O.9.76; αἰχμαί, θρῆνος, ib.13.23, P.12.8: once in Trag., οὔ. πάθος S.Aj.932 (lyr.).    II as epith. of Apollo and Artemis, Pherecyd.149 J., cf. Ἀπόλλων Ὄλιος IG12(1).834.3 and 845.10 (Lindos), SIG765.17 (ibid., i B. C.); Ἀπόλλων Οὔλιος also at Miletus and Delos acc. to Str.14.1.6, who derives theepith. from οὔλειν, Apollo and Artemis being healers: more prob. it is only a special application of sense 1.    III = οὖλος (B), woolly, χλαμύς only in B.17.53.

German (Pape)

[Seite 412] (ὀλέω, ὄλλυμι, vgl. Buttm. Lexil. I p. 188), wie ὀλοός, verderblich, schädlich; ἀστήρ, der Hundsstern, dessen Leuchten mit der Sonne zugleich versengende Glühhitze erzeugt, ll. 11, 62; Ares, Hes. Sc. 192. 441, wie Pind. Ol. 9, 82; θρῆνος, P. 12, 8; αἰχμαί, Ol. 13, 22; οὐλίῳ σὺν πάθει, Soph. Ai. 913; einzeln bei sp. D. – Pherecydes nannte so auch Apollo und Artemis, entweder auch die verderblichen, da beide Gottheiten den schnellen Tod bringen, oder von οὔλω, οὖλος, die Heilenden, denn Apollo besonders ist auch der heilende Gott; schon die Alten waren über den eigentlichen Sinn uneins, Strab. XIV p. 282; vgl. Buttm. Lexil. I, 190 u. Koen zu Greg. Cor. 234. – Einige wollen auch in der ersten Bdtg denselben Stamm οὔλω wiedererkennen u. übersetzen »heil«, »stark«, »gewaltig«, schwerlich richtig.

Greek (Liddell-Scott)

οὔλιος: -α, -ον, (οὖλος Γ, ὀλεῖν), ὡς τὸ ὀλοός, οὐλόμενος, ὀλέθριος, θανατηφόρος, οὔλιος ἀστήρ, ὁ ἀστήρ Κύων, Ἰλ. Λ. 62· ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 192, 441, Πινδ. Ο. 9. 116· ἐπὶ δοράτων καὶ ἐπὶ θρήνων, αὐτόθι 13. 33, Π. 12. 14· ἅπαξ παρὰ Τραγ., οὔλ. πάθος Σοφ. Αἴ. 932· πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. οὖλος 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Φερεκύδ. Ἱστ. 106, τινὲς διατηροῦσιν ἐνταῦθα τὴν ἀρχικὴν σημασίαν τοῦ ὀλέθριος, ἐπειδὴ ἀμφότεροι εἶχον σχέσιν πρὸς τὸν θάνατον· τὸ ὄνομα Ἀπόλλων παράγεται ἐκ τοῦ ἀπόλλυμι, ἡ δὲ Ἄρτεμις ἦτο ὀνομαστὴ διὰ τὰ ἀγανὰ βέλεα αὑτῆς· ἀλλ’ ὁ Στράβ. 635 ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὑγιαστικὸς καὶ παιωνικός, ἴδε οὔλω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
funeste, malfaisant.
Étymologie: ὀλοός.