κμητός: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κμητός''': -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., [[πολύκμητος]], κτλ.
|lstext='''κμητός''': -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., [[πολύκμητος]], κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κμητός]], -ή, -όν (Α)<br />φτιαγμένος, κατεργασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κμη</i>- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>καμᾶ</i> (<i>K</i><sup>ο</sup><i>me</i><i>ә</i><sub>2</sub>) του ρ. [[κάμνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κμη</i>-<i>κα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρό</i>-<i>κμητος</i>, <i>πολυ</i>-<i>κμητος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κμητός Medium diacritics: κμητός Low diacritics: κμητός Capitals: ΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: kmētós Transliteration B: kmētos Transliteration C: kmitos Beta Code: kmhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A wrought, Hsch., EM521.31:—found only in compds. κνᾰδάλλω, = κνάω, scratch, Hsch. κνάζει· βοηθεῖ, Id. κναίω, = κνάω, prob.l. for καινιεῖ, LXXSi.38.28:— elsewh. only in compds. κνᾱκίας, κνᾱκός, κνάκων, Dor. for κνηκ-. κνᾶμις, v. κνημίς. κνάμπτω, v. κνάπτω. κνάξ· γάλα λευκόν, Hsch.; cf. κναξζβί (cj.κνάξ) Thespis 4.

German (Pape)

[Seite 1459] adj. verb. zu κάμνω, gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt; Hesych. erkl. πεποιημένα, πεπονημένα. S. πολύκμ ητος.

Greek (Liddell-Scott)

κμητός: -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., πολύκμητος, κτλ.

Greek Monolingual

κμητός, -ή, -όν (Α)
φτιαγμένος, κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα της ρίζας καμᾶ (Kοmeә2) του ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ-κμη-κα) + επίθημα -τός. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό (πρβλ. ανδρό-κμητος, πολυ-κμητος)].