παρακινητικός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακινητικός''': -ή, -όν, [[διεγερτικός]], ἐρεθιστικὸς [[πρός]] τι, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 40. 2) [[παράφορος]], [[παράφρων]], Πλούτ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 563D· π. τι καὶ μανιῶδες Φίλων 2. 477. - Ἐπίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δεικνύειν σημεῖα παραφροσύνης, Πλουτ. Σόλων 8.
|lstext='''παρακινητικός''': -ή, -όν, [[διεγερτικός]], ἐρεθιστικὸς [[πρός]] τι, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 40. 2) [[παράφορος]], [[παράφρων]], Πλούτ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 563D· π. τι καὶ μανιῶδες Φίλων 2. 477. - Ἐπίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δεικνύειν σημεῖα παραφροσύνης, Πλουτ. Σόλων 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a l’esprit dérangé.<br />'''Étymologie:''' [[παρακινέω]].
}}
}}