ἀκαχμένος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαχμένος''': -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), [[ὀξύς]], ὀξεῖαν ἔχων [[ἀκμήν]], ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· [[φάσγανον]], Χ. 80.
|lstext='''ἀκαχμένος''': -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), [[ὀξύς]], ὀξεῖαν ἔχων [[ἀκμήν]], ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· [[φάσγανον]], Χ. 80.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />aiguisé.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαχμένος Medium diacritics: ἀκαχμένος Low diacritics: ακαχμένος Capitals: ΑΚΑΧΜΕΝΟΣ
Transliteration A: akachménos Transliteration B: akachmenos Transliteration C: akachmenos Beta Code: a)kaxme/nos

English (LSJ)

η, ον, Epic part. (cf. ἀκή A),

   A sharp-edged, ἀ. ὀξέϊ χαλκῷ Il.15.482, Od.1.99, al.; πέλεκυν . . ἀμφοτέρωθεν ἀ. 5.235; φάσγανον 22.80.    II armed, c. dat., γένος σκυλάκων κυνόδουσιν ἀ. Opp.C. 1.476, cf. 3.252.

German (Pape)

[Seite 70] η, ον (ἀκή), gespitzt; Hom. ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ Versende Iliad. 10, 135. 14, 12. 15, 482 Od. 1, 99. 15, 551. 20, 127; τῇ δ' ἑτέρῃ ἔχεν ἔγχος ἀκαχμένον, οὐδὲ μεθίει Iliad. 21, 72; ἀκαχμένα δούρατ' ἔχοντες Versende Iliad. 12, 444. 17, 412; φάσγανον ὀξὺ χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον Od. 22, 80, πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν, χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον Od. 5, 235;– Nonn. D. 17, 232; θύρσος 14, 217.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαχμένος: -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), ὀξύς, ὀξεῖαν ἔχων ἀκμήν, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... ἀμφοτέρωθεν ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· φάσγανον, Χ. 80.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
aiguisé.
Étymologie: p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.