σησάμινος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σησάμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. [[ἔλαιον]], τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. [[χρῖσμα]] Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13. | |lstext='''σησάμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. [[ἔλαιον]], τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. [[χρῖσμα]] Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />préparé avec du sésame.<br />'''Étymologie:''' [[σήσαμον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made of sesame, σ. ἔλαιον sesame-oil, PRev.Laws 40.10 (iii B.C.), PPetr.3p.218 (iii B.C.), Str.16.4.26, Dsc.1.34; δοκοί Peripl.M.Rubr.36; σ. χρῖμα X.An.4.4.13 (σ. ξύλα is prob. f.l. for συκάμινα in Dsc.1.98).
German (Pape)
[Seite 876] von Sesam gemacht; ἔλαιον, Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch χρῖσμα, Xen. An. 4, 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. ἔλαιον, τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. χρῖσμα Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
préparé avec du sésame.
Étymologie: σήσαμον.