προσθίδιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
(6_4)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσθίδιος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 316· καὶ [[πόδα]] προσθίδιον νότιόν τε θοοῖο λαγωοῦ Ποιητ. παρὰ Φαβρικ. 4. 105 ἔκδ. Harles.
|lstext='''προσθίδιος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 316· καὶ [[πόδα]] προσθίδιον νότιόν τε θοοῖο λαγωοῦ Ποιητ. παρὰ Φαβρικ. 4. 105 ἔκδ. Harles.
}}
{{grml
|mltxt=και [[προστίζιος]], -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πρόσθιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσθεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οπισθ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθίδιος Medium diacritics: προσθίδιος Low diacritics: προσθίδιος Capitals: ΠΡΟΣΘΙΔΙΟΣ
Transliteration A: prosthídios Transliteration B: prosthidios Transliteration C: prosthidios Beta Code: prosqi/dios

English (LSJ)

α, ον, poet. for sq., Nonn.D.1.316.

German (Pape)

[Seite 766] poet. = πρόσθιος, Nonn. D. 1, 316.

Greek (Liddell-Scott)

προσθίδιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 316· καὶ πόδα προσθίδιον νότιόν τε θοοῖο λαγωοῦ Ποιητ. παρὰ Φαβρικ. 4. 105 ἔκδ. Harles.

Greek Monolingual

και προστίζιος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) πρόσθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθ-ίδιος)].