κροτοθόρυβος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κροτοθόρῠβος''': ὁ, ἠχηρὰ [[ἐπικρότησις]], ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος [[θόρυβος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A. | |lstext='''κροτοθόρῠβος''': ὁ, ἠχηρὰ [[ἐπικρότησις]], ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος [[θόρυβος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />bruyant applaudissement.<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]], [[θόρυβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A loud applause, Epicur.Fr.143, Plu.2.45f, 1117a, Eun.Hist.p.259 D.
German (Pape)
[Seite 1513] ὁ, Lärm vom Schlagen od. Händeklatschen; Epicur. bei Plut. adv. Col. 17 non posse 13; vgl. D. L. 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κροτοθόρῠβος: ὁ, ἠχηρὰ ἐπικρότησις, ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος θόρυβος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruyant applaudissement.
Étymologie: κρότος, θόρυβος.