προεκθέω: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεκθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ἐκθέω]], [[τρέχω]] ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ [[μετὰ]] σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., [[ὑπερβαίνω]], [[προτρέχω]], νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ [[λόγος]] προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11. | |lstext='''προεκθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ἐκθέω]], [[τρέχω]] ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ [[μετὰ]] σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., [[ὑπερβαίνω]], [[προτρέχω]], νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ [[λόγος]] προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> s’élancer en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A run out before, sally from the ranks, rush on, Th.7.30, J.BJ2.16.2, Arr.An.1.1.12; ἐν τοῖς δρόμοις Jul.Or.2.69d. 2 metaph., outrun, τοῦ λογισμοῦ Plu.2.446d; ὁ λόγος προεκθεῖ Ael.NA13.11.
German (Pape)
[Seite 718] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἐκθέω, τρέχω ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., ὑπερβαίνω, προτρέχω, νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ λόγος προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.
French (Bailly abrégé)
1 s’élancer en avant;
2 fig. devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.
Étymologie: πρό, ἐκθέω.