ἄφετος: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄφετος''': -ον, ([[ἀφίημι]]) ὁ ἀφειμένος [[ἐλεύθερος]], ἀφεθεὶς [[ἐλεύθερος]] νὰ περιφέρηται [[ὅπου]] καὶ ἃν θέλῃ καὶ νὰ βόσκηται, [[κυρίως]] ἐπὶ ἱερῶν κτηνῶν, [[οἷον]] βοῶν, δαμάλεων, κλ., ἀφ ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ... ἱερῷ Πλάτ. Κριτίας 119D· νέμονται [[ὥσπερ]] ἄφετοι ὁ αὐτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Πολ. 498C, Ἰσοκρ. 108Α, Καλλ. εἰς Δῆλ. 36. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀφιερωμένος εἴς τινα θεόν, ἀπηλλαγμένος τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου, Εὐρ. Ἴων 822, Πλούτ. 2. 768Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφ. ἡμέραι, ἡμέραι [[ἀργίας]], [[Πολυδ]]. Α΄, 36· νομὴ ἄφ., ἐλευθέρα [[βοσκή]], Πλούτ. Λύσ. 20. 3) τὸ ἄφετον, ἡ [[ἀκολασία]], Κύριλλ. 315Ε· τὸ ἄφ. τῆς [[κόμης]] Λουκ. π. Οἰκ. 7. ― Ἐπίρρ., ἀφέτως ὁρμᾶν, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Φίλων 1. 135. 4) ἐπὶ ὕφους, [[χαλαρός]], [[διεξοδικός]], Λουκ. Τόξ. 56. ΙΙΙ. Ἀφέται ἢ Ἀφεταὶ [[χῶρος]] ἐν τῷ κόλπῳ... τῆς Μαγνησίης, [[ἔνθα]] λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονος... [[ἐνθεῦτεν]] γὰρ ἔμελλον... ἐς τὸ [[πέλαγος]] ἀπήσειν, ἐπὶ τούτου δὲ τῷ χώρῳ [[οὔνομα]] γέγονε Ἀφεταὶ Ἡρόδ. 7. 193· ― «Ἀφεταί, [[πόλις]] τῆς Μαγνησίας... ὅτι [[ἐντεῦθεν]] δευτέραν ἄφεσιν ἡ [[Ἀργώ]] ἐποιήσατο...» Στ. Βυζ. ἐν λέξει. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 475 κἑξ., Δινδ. π. τῆς Διαλέκτ. Ἡροδ. σ. VI.). | |lstext='''ἄφετος''': -ον, ([[ἀφίημι]]) ὁ ἀφειμένος [[ἐλεύθερος]], ἀφεθεὶς [[ἐλεύθερος]] νὰ περιφέρηται [[ὅπου]] καὶ ἃν θέλῃ καὶ νὰ βόσκηται, [[κυρίως]] ἐπὶ ἱερῶν κτηνῶν, [[οἷον]] βοῶν, δαμάλεων, κλ., ἀφ ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ... ἱερῷ Πλάτ. Κριτίας 119D· νέμονται [[ὥσπερ]] ἄφετοι ὁ αὐτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Πολ. 498C, Ἰσοκρ. 108Α, Καλλ. εἰς Δῆλ. 36. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀφιερωμένος εἴς τινα θεόν, ἀπηλλαγμένος τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου, Εὐρ. Ἴων 822, Πλούτ. 2. 768Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφ. ἡμέραι, ἡμέραι [[ἀργίας]], [[Πολυδ]]. Α΄, 36· νομὴ ἄφ., ἐλευθέρα [[βοσκή]], Πλούτ. Λύσ. 20. 3) τὸ ἄφετον, ἡ [[ἀκολασία]], Κύριλλ. 315Ε· τὸ ἄφ. τῆς [[κόμης]] Λουκ. π. Οἰκ. 7. ― Ἐπίρρ., ἀφέτως ὁρμᾶν, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Φίλων 1. 135. 4) ἐπὶ ὕφους, [[χαλαρός]], [[διεξοδικός]], Λουκ. Τόξ. 56. ΙΙΙ. Ἀφέται ἢ Ἀφεταὶ [[χῶρος]] ἐν τῷ κόλπῳ... τῆς Μαγνησίης, [[ἔνθα]] λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονος... [[ἐνθεῦτεν]] γὰρ ἔμελλον... ἐς τὸ [[πέλαγος]] ἀπήσειν, ἐπὶ τούτου δὲ τῷ χώρῳ [[οὔνομα]] γέγονε Ἀφεταὶ Ἡρόδ. 7. 193· ― «Ἀφεταί, [[πόλις]] τῆς Μαγνησίας... ὅτι [[ἐντεῦθεν]] δευτέραν ἄφεσιν ἡ [[Ἀργώ]] ἐποιήσατο...» Στ. Βυζ. ἐν λέξει. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 475 κἑξ., Δινδ. π. τῆς Διαλέκτ. Ἡροδ. σ. VI.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on laisse aller, qu’on abandonne à soi-même, <i>d’où</i><br /><b>1</b> qu’on laisse paître en liberté <i>en parl. des animaux consacrés et affranchis de tout travail ; p. anal. en parl. de pers.</i> consacré à qqe divinité et affranchi de tout travail;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> [[ἄφετος]] [[νομή]] PLUT pâturage libre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀφίημι)
A let loose, ranging at large, esp. of sacred flocks that were free from work, ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr.666; ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ . . ἱερῷ Pl. Criti.119d; νέμονται ὥσπερ ἄφετοι Id.Prt.320a, cf. R.498c, Isoc.5.127, Call.Del.36. II of persons, dedicated, free from worldly business, E.Ion822, Plu.2.768b; [γένη] ἀπόλυτα καὶ ἄ. Iamb.Myst.1.8; ἄ. παντὸς τοῦ δεινοῦ Max.Tyr.3.9. 2 of things, ἄ. ἡμέραι holidays, Poll.1.36; νομὴ ἄ. free range, of horses, Plu.Lys.20; ὁρμαί Ph.2.380, cf. Plu.2.12a; δρόμοι Id.Cleom.34; ἐξουσία τοῦ λέγειν Phld.Herc.862.10; κακουργίαι Id.Piet.21; τὸ ἄ. τῆς κόμης Luc.Dom.7; τοῦ λόγου Hermog.Id.1.6. Adv. -τως, ὁρμᾶν freely, Ph.1.135, cf. Dam.Pr.307; ἀπολαύει Phld.D.3Fr.89. 3 of style, rambling, prolix, Luc.Tox. 56. III Ἀφέται, pr. n., the place whence the Argonauts loosed their ship, Hdt.7.193.
German (Pape)
[Seite 409] losgelassen, frei, ἀλᾶσθαι Aesch. Prom. 669; von heiligen Heerden, die frei von aller Arbeit, im heiligen Gebiete weiden, Plat. Critia 119 d; ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερῷ; so νέμεσθαι ὥσπερ ἄφετοι Prot. 320 a; übh. heilig, ἡμέραι, an welchen öffentliche Geschäfte ruhen, Poll. 1, 36; γυναῖκες ἄφετοι οὖσαι τοῖς ἐντυχοῦσιν Ath. XII, 516 a, heiliger Brauch. Vgl. Eur. Ion. 822 ἐν θεοῦ δόμοισιν ἄφετος παιδεύεται; – νομή, δρόμος, frei, Plut. Lys. 20 Cleom. 34; πλόκαμος, πέπλος, fliegend, flatternd, Sp. Aber λόγοι, weitschweifig, Luc. Tox. 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφετος: -ον, (ἀφίημι) ὁ ἀφειμένος ἐλεύθερος, ἀφεθεὶς ἐλεύθερος νὰ περιφέρηται ὅπου καὶ ἃν θέλῃ καὶ νὰ βόσκηται, κυρίως ἐπὶ ἱερῶν κτηνῶν, οἷον βοῶν, δαμάλεων, κλ., ἀφ ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ... ἱερῷ Πλάτ. Κριτίας 119D· νέμονται ὥσπερ ἄφετοι ὁ αὐτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Πολ. 498C, Ἰσοκρ. 108Α, Καλλ. εἰς Δῆλ. 36. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀφιερωμένος εἴς τινα θεόν, ἀπηλλαγμένος τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου, Εὐρ. Ἴων 822, Πλούτ. 2. 768Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφ. ἡμέραι, ἡμέραι ἀργίας, Πολυδ. Α΄, 36· νομὴ ἄφ., ἐλευθέρα βοσκή, Πλούτ. Λύσ. 20. 3) τὸ ἄφετον, ἡ ἀκολασία, Κύριλλ. 315Ε· τὸ ἄφ. τῆς κόμης Λουκ. π. Οἰκ. 7. ― Ἐπίρρ., ἀφέτως ὁρμᾶν, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Φίλων 1. 135. 4) ἐπὶ ὕφους, χαλαρός, διεξοδικός, Λουκ. Τόξ. 56. ΙΙΙ. Ἀφέται ἢ Ἀφεταὶ χῶρος ἐν τῷ κόλπῳ... τῆς Μαγνησίης, ἔνθα λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονος... ἐνθεῦτεν γὰρ ἔμελλον... ἐς τὸ πέλαγος ἀπήσειν, ἐπὶ τούτου δὲ τῷ χώρῳ οὔνομα γέγονε Ἀφεταὶ Ἡρόδ. 7. 193· ― «Ἀφεταί, πόλις τῆς Μαγνησίας... ὅτι ἐντεῦθεν δευτέραν ἄφεσιν ἡ Ἀργώ ἐποιήσατο...» Στ. Βυζ. ἐν λέξει. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 475 κἑξ., Δινδ. π. τῆς Διαλέκτ. Ἡροδ. σ. VI.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on laisse aller, qu’on abandonne à soi-même, d’où
1 qu’on laisse paître en liberté en parl. des animaux consacrés et affranchis de tout travail ; p. anal. en parl. de pers. consacré à qqe divinité et affranchi de tout travail;
2 en parl. de choses ἄφετος νομή PLUT pâturage libre.
Étymologie: ἀφίημι.