προσμαρτυρέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσμαρτῠρέω''': [[φέρω]] μαρτυρίαν [[προσέτι]], μαρτυρῶ [[προσέτι]], π. τι [[εἶναι]] Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, [[φέρω]] πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.
|lstext='''προσμαρτῠρέω''': [[φέρω]] μαρτυρίαν [[προσέτι]], μαρτυρῶ [[προσέτι]], π. τι [[εἶναι]] Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, [[φέρω]] πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />attester en outre ; confirmer par son témoignage : τινί [[τι]] témoigner de qch en faveur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μαρτυρέω]].
}}
}}