ἀνόητος: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνόητος''': -ον, [[ἀκατανόητος]], [[ἀκατάληπτος]], ἄφραστ’ ἡδ’ ἀνόητα Ὕμ. Ὁ. εἰς Ἑρμ. 80. 2) ὁ μὴ περιλαμβανόμενος εἰς τὸν κύκλον τῶν διανοημάτων, [[ἤτοι]] τῶν ἐνεργειῶν τοῦ νοῦ, νοήματα [[ὄντα]] ἀνόητα [[εἶναι]] Πλάτ. Παρμ. 132C· τῷ θνητῷ καὶ ἀν., μὴ ἔχοντι νοῦν, ὁ αὐτ. Φαίδων 80B. ΙΙ. ὁ μὴ ἐννοῶν, [[ἀνόητος]], [[ἠλίθιος]], [[μωρός]], Λατ. amens, ineptus, Ἡρόδ. 1. 87., 8. 24· ὦ ἀνόητοι Ἀριστοφ. Λυσ. 572· ὦνόητε ὁ αὐτ. Σφ. 252· ἀντιτίθεται τῷ [[προνοητικός]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. τὸ ἀνόητον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν τῷ νοῦν ἔχοντι: λογισάμενος οὖν εὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου [[κάλλιον]] ἔσεσθαί ποτε [[ἔργον]] Πλάτ. Τίμ. 30Β· τὸ ἀν. [τῆς ψυχῆς] ὁ αὐτ. Πολ. 605Β. κτλ.: - ἐπὶ ζῴων, τὸ τῶν προβάτων [[ἦθος]] εὔηθες καὶ ἀν. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 2, πρβλ. 37. 21. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πράξεων, διανοημάτων, κτλ.· ἀν. γνῶμαι Σοφ. Αἴ. 162· δόξαι Πλάτ. Φίλ. 12D· [[εὐχειρία]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· ἀν. καὶ κενὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 531· οἴνου ... καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων Ἀριστοφ. Νεφ. 417. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Λυσ. 518, Πλάτ., κλπ.· ἀνοήτως διακεῖσθαι Λυσίας 117. 24: [[ὡσαύτως]] ἀνοητεὶ Ἀν. Ὀξ. 2. 313: - Ὑπερθ. -ότατα Δίων Κ. 44. 35· -οτάτως Κύριλλ. | |lstext='''ἀνόητος''': -ον, [[ἀκατανόητος]], [[ἀκατάληπτος]], ἄφραστ’ ἡδ’ ἀνόητα Ὕμ. Ὁ. εἰς Ἑρμ. 80. 2) ὁ μὴ περιλαμβανόμενος εἰς τὸν κύκλον τῶν διανοημάτων, [[ἤτοι]] τῶν ἐνεργειῶν τοῦ νοῦ, νοήματα [[ὄντα]] ἀνόητα [[εἶναι]] Πλάτ. Παρμ. 132C· τῷ θνητῷ καὶ ἀν., μὴ ἔχοντι νοῦν, ὁ αὐτ. Φαίδων 80B. ΙΙ. ὁ μὴ ἐννοῶν, [[ἀνόητος]], [[ἠλίθιος]], [[μωρός]], Λατ. amens, ineptus, Ἡρόδ. 1. 87., 8. 24· ὦ ἀνόητοι Ἀριστοφ. Λυσ. 572· ὦνόητε ὁ αὐτ. Σφ. 252· ἀντιτίθεται τῷ [[προνοητικός]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. τὸ ἀνόητον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν τῷ νοῦν ἔχοντι: λογισάμενος οὖν εὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου [[κάλλιον]] ἔσεσθαί ποτε [[ἔργον]] Πλάτ. Τίμ. 30Β· τὸ ἀν. [τῆς ψυχῆς] ὁ αὐτ. Πολ. 605Β. κτλ.: - ἐπὶ ζῴων, τὸ τῶν προβάτων [[ἦθος]] εὔηθες καὶ ἀν. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 2, πρβλ. 37. 21. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πράξεων, διανοημάτων, κτλ.· ἀν. γνῶμαι Σοφ. Αἴ. 162· δόξαι Πλάτ. Φίλ. 12D· [[εὐχειρία]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· ἀν. καὶ κενὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 531· οἴνου ... καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων Ἀριστοφ. Νεφ. 417. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Λυσ. 518, Πλάτ., κλπ.· ἀνοήτως διακεῖσθαι Λυσίας 117. 24: [[ὡσαύτως]] ἀνοητεὶ Ἀν. Ὀξ. 2. 313: - Ὑπερθ. -ότατα Δίων Κ. 44. 35· -οτάτως Κύριλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on ne saisit pas par l’esprit;<br /><b>2</b> qui ne comprend pas, gén. ; <i>abs.</i> inintelligent, sot ; τὰ ἀνόητα sottises, folies.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νοέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not thought on, unheard of, ἄφραστ' ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80. 2 not within the province of thought, νοήματα ὄντα ἀνόητα εἶναι Pl.Prm.132c; not the object of thought, unthinkable, Plot.5.3.6 and 10. Adv. -τως without discursive thought, of vision, βλέψαι ἀ. Id.6.7.16. II Act., not understanding, unintelligent, senseless, silly, Hdt.1.87, 8.24; ὦ ἀνόητοι oh fools! Ar.Lys.572; ὦνόητε Id.V.252; opp. προνοητικός, X.Mem.1.3.9: Comp. -ότερος Luc.Peregr.33; τὸ ἀ., opp. τὸ νοῦν ἔχον, Pl.Ti.30b; τῷ θνητῷ καὶ ἀ. Id.Phd.80b; τὸ ἀ. [τῆς ψυχῆς] Id.R. 605b, etc.:—of animals, τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες καὶ ἀ. Arist.HA 610b23, cf. 622a3. b c. gen., not understanding, θεοῦ Max.Tyr. 41.5; τῆς φωνῆς Luc.Asin.44, cf. Ecphant. ap. Stob.4.7.64. 2 of acts, thoughts, etc., ἀ. γνῶμαι S.Aj.162 (lyr.); δόξαι Pl.Phlb. 12d; εὐχειρίη Hp.Art.35; ἀ. καὶ κενόν Ar.Ra.530; οἴνου . . καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων and all other follies, Id.Nu.417. b without mind, ἀνόητα καὶ ἄνευ ζωῆς Plot.5.5.1. III Adv. -τως Ar.Lys.518, Pl. R.336e, etc.; ἀ. διακεῖσθαι Lys.10.4: Sup. -ότατα D.C.44.35:—also ἀνο-ητεί, AB1327, An.Ox.2.313.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόητος: -ον, ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος, ἄφραστ’ ἡδ’ ἀνόητα Ὕμ. Ὁ. εἰς Ἑρμ. 80. 2) ὁ μὴ περιλαμβανόμενος εἰς τὸν κύκλον τῶν διανοημάτων, ἤτοι τῶν ἐνεργειῶν τοῦ νοῦ, νοήματα ὄντα ἀνόητα εἶναι Πλάτ. Παρμ. 132C· τῷ θνητῷ καὶ ἀν., μὴ ἔχοντι νοῦν, ὁ αὐτ. Φαίδων 80B. ΙΙ. ὁ μὴ ἐννοῶν, ἀνόητος, ἠλίθιος, μωρός, Λατ. amens, ineptus, Ἡρόδ. 1. 87., 8. 24· ὦ ἀνόητοι Ἀριστοφ. Λυσ. 572· ὦνόητε ὁ αὐτ. Σφ. 252· ἀντιτίθεται τῷ προνοητικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· συχν. παρὰ Πλάτ. τὸ ἀνόητον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν τῷ νοῦν ἔχοντι: λογισάμενος οὖν εὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου κάλλιον ἔσεσθαί ποτε ἔργον Πλάτ. Τίμ. 30Β· τὸ ἀν. [τῆς ψυχῆς] ὁ αὐτ. Πολ. 605Β. κτλ.: - ἐπὶ ζῴων, τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες καὶ ἀν. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 2, πρβλ. 37. 21. 2) οὕτως ἐπὶ πράξεων, διανοημάτων, κτλ.· ἀν. γνῶμαι Σοφ. Αἴ. 162· δόξαι Πλάτ. Φίλ. 12D· εὐχειρία Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· ἀν. καὶ κενὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 531· οἴνου ... καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων Ἀριστοφ. Νεφ. 417. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Λυσ. 518, Πλάτ., κλπ.· ἀνοήτως διακεῖσθαι Λυσίας 117. 24: ὡσαύτως ἀνοητεὶ Ἀν. Ὀξ. 2. 313: - Ὑπερθ. -ότατα Δίων Κ. 44. 35· -οτάτως Κύριλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on ne saisit pas par l’esprit;
2 qui ne comprend pas, gén. ; abs. inintelligent, sot ; τὰ ἀνόητα sottises, folies.
Étymologie: ἀ, νοέω.