χρηστομαθής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(6_7)
(47b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρηστομαθής''': -ές, (√ΜΑΘ, [[μανθάνω]]) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, [[φιλομαθής]]· - χρηστομᾰθέω, ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.
|lstext='''χρηστομαθής''': -ές, (√ΜΑΘ, [[μανθάνω]]) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, [[φιλομαθής]]· - χρηστομᾰθέω, ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[φιλομαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που μαθαίνει [[καθετί]] το χρήσιμο, το ωφέλιμο<br /><b>3.</b> (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει [[αντικείμενο]] μελέτης<br /><b>4.</b> το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ χρηστομαθές</i><br />η [[χρηστομάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χρηστομαθῶς</i> Α<br />με [[φιλομάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]] [[τὸ]] «[[γνώση]], [[μάθηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀξιο</i>-<i>μαθής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστομᾰθής Medium diacritics: χρηστομαθής Low diacritics: χρηστομαθής Capitals: ΧΡΗΣΤΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: chrēstomathḗs Transliteration B: chrēstomathēs Transliteration C: christomathis Beta Code: xrhstomaqh/s

English (LSJ)

   A, ἡ an adept in polite learning, Cic.Att.1.6.2. Adv. -θῶς, εἴρηται Phld.Mus.p.83K.

German (Pape)

[Seite 1376] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστομαθής: -ές, (√ΜΑΘ, μανθάνω) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, φιλομαθής· - χρηστομᾰθέω, ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. φιλομαθής
2. αυτός που μαθαίνει καθετί το χρήσιμο, το ωφέλιμο
3. (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης
4. το ουδ. ως ουσ.) τὸ χρηστομαθές
η χρηστομάθεια.
επίρρ...
χρηστομαθῶς Α
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -μαθής (< μάθος τὸ «γνώση, μάθηση» < μανθάνω), πρβλ. ἀξιο-μαθής].