ὁμήγυρις: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμήγῠρις''': Δωρ. ὁμάγ-, εως ἢ ιος, ἡ· ([[ἄγυρις]])· [[συνέλευσις]], [[συνέδριον]], [[συνεδρία]], θεῶν μεθ’ ὁμήγυριν ἄλλων Ἰλ. Υ. 142, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 187, εἰς Ἑρμ. 332· [[οὕτως]], ὁμ. Ζηνὸς Πινδ. Ι. 7 (6). 66· ἀκολούθως πᾶσα [[συνέλευσις]], «[[συνοδία]]», γυναικῶν Αἰσχύλ. Χο. 10· ἡλίκων Εὐρ. Ἱππ. 1180· ἄστρων... νυκτέρων ὁμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 173.
|lstext='''ὁμήγῠρις''': Δωρ. ὁμάγ-, εως ἢ ιος, ἡ· ([[ἄγυρις]])· [[συνέλευσις]], [[συνέδριον]], [[συνεδρία]], θεῶν μεθ’ ὁμήγυριν ἄλλων Ἰλ. Υ. 142, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 187, εἰς Ἑρμ. 332· [[οὕτως]], ὁμ. Ζηνὸς Πινδ. Ι. 7 (6). 66· ἀκολούθως πᾶσα [[συνέλευσις]], «[[συνοδία]]», γυναικῶν Αἰσχύλ. Χο. 10· ἡλίκων Εὐρ. Ἱππ. 1180· ἄστρων... νυκτέρων ὁμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 173.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br />réunion, rassemblement.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἄγυρις]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμήγῠρις Medium diacritics: ὁμήγυρις Low diacritics: ομήγυρις Capitals: ΟΜΗΓΥΡΙΣ
Transliteration A: homḗgyris Transliteration B: homēgyris Transliteration C: omigyris Beta Code: o(mh/guris

English (LSJ)

Dor. ὁμάγ -[ᾱ], ιος, ἡ, (ἄγυρις)

   A assembly, meeting, esp. of the gods, θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἄλλων Il.20.142, h.Ap.187, cf. h.Merc.332, Hellanic.54 J.; ὁμάγυρις Ζηνός Pi.I. 7(6).46 ; any assembly, company, γυναικῶν A.Ch.10 ; ἡλίκων E.Hipp. 1180 ; ἄστρων . . νυκτέρων ὁ. A.Ag.4.

German (Pape)

[Seite 330] ιος, ἡ (ἄγυρις), Versammlung; θεῶν, Il. 20, 142; γυναικῶν, Aesch. Ch. 10; ἄστρων νυκτέρων, Ag. 4; φύλων ἡλίκων, Eur. Hipp. 1180; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμήγῠρις: Δωρ. ὁμάγ-, εως ἢ ιος, ἡ· (ἄγυριςσυνέλευσις, συνέδριον, συνεδρία, θεῶν μεθ’ ὁμήγυριν ἄλλων Ἰλ. Υ. 142, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 187, εἰς Ἑρμ. 332· οὕτως, ὁμ. Ζηνὸς Πινδ. Ι. 7 (6). 66· ἀκολούθως πᾶσα συνέλευσις, «συνοδία», γυναικῶν Αἰσχύλ. Χο. 10· ἡλίκων Εὐρ. Ἱππ. 1180· ἄστρων... νυκτέρων ὁμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 173.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
réunion, rassemblement.
Étymologie: ὁμός, ἄγυρις.