κάρον: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(6_4)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρον''': ᾰ, τό, ἢ [[κάρος]], ὁ, [[κύμινον]], caum carui, «[[κάρος]] [[σπερμάτιον]] ἐστὶ γνώριμον… ἀναλογοῦν ἀνίσῳ» Διοσκ. 3. 66. - Καθ᾽ Ἡσύχ.: «[[κάρον]]· [[μεγάλη]] [[ἀκρίς]]».
|lstext='''κάρον''': ᾰ, τό, ἢ [[κάρος]], ὁ, [[κύμινον]], caum carui, «[[κάρος]] [[σπερμάτιον]] ἐστὶ γνώριμον… ἀναλογοῦν ἀνίσῳ» Διοσκ. 3. 66. - Καθ᾽ Ἡσύχ.: «[[κάρον]]· [[μεγάλη]] [[ἀκρίς]]».
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κάρον]], το και [[κάρος]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας τών σκιαδοφόρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Διοσκ.</b>) «[[κάρος]] [[σπερμάτιον]] ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το [[κύμινο]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεγάλη]] [[ἀκρίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>κάρ</i><br />[[φθείρ]]», ίσως [[επειδή]] οι σπόροι του φυτού μοιάζουν με ψείρες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] «[[κεφάλι]]»].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρον Medium diacritics: κάρον Low diacritics: κάρον Capitals: ΚΑΡΟΝ
Transliteration A: káron Transliteration B: karon Transliteration C: karon Beta Code: ka/ron

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A = καρώ, Theb.Ostr.135 (i A.D.); also v.l. for καρώ, Dsc.3.57.    II = μεγάλη ἀκρίς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1328] τό, Kümmel, Karbe, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κάρον: ᾰ, τό, ἢ κάρος, ὁ, κύμινον, caum carui, «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον… ἀναλογοῦν ἀνίσῳ» Διοσκ. 3. 66. - Καθ᾽ Ἡσύχ.: «κάρον· μεγάλη ἀκρίς».

Greek Monolingual

το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών σκιαδοφόρων
αρχ.
1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησυχίου «κάρ
φθείρ», ίσως επειδή οι σπόροι του φυτού μοιάζουν με ψείρες. Κατ' άλλη άποψη, πιθ. < κάρα «κεφάλι»].