ἐθνάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθνάρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἔθνους ἢ λαοῦ, Λουκ. Μακρόβ. 17. 2· [[νομάρχης]]. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 32. ΙΙ. ἄρχων Ῥωμαίων μισθοφόρων. Σκυλίτζ. σ. 787.
|lstext='''ἐθνάρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἔθνους ἢ λαοῦ, Λουκ. Μακρόβ. 17. 2· [[νομάρχης]]. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 32. ΙΙ. ἄρχων Ῥωμαίων μισθοφόρων. Σκυλίτζ. σ. 787.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />gouverneur <i>ou</i> chef d’un peuple.<br />'''Étymologie:''' [[ἔθνος]], [[ἄρχω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθνάρχης Medium diacritics: ἐθνάρχης Low diacritics: εθνάρχης Capitals: ΕΘΝΑΡΧΗΣ
Transliteration A: ethnárchēs Transliteration B: ethnarchēs Transliteration C: ethnarchis Beta Code: e)qna/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A ruler of a tribe or nation, Ἄσανδρος ἀντὶ ἐθνάρχου βασιλεὺς ἀναγορευθεὶς βοσπόρου Luc.Macr.17; sheikh, OGI616.2 (Arabia); of Abraham, Ph.1.513.    2 title of Jewish official, LXX 1 Ma.14.47, Str.17.1.13, Nic.Dam.p.143 D., 2 Ep.Cor.11.32, J.AJ 13.6.7.    II Adj., ruling over nations, ἐ. θεοί Jul.Gal.115d, cf. 143a.

German (Pape)

[Seite 720] ὁ, Volksbeherrscher, Luc. Macrob. 17; Statthalter, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθνάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἔθνους ἢ λαοῦ, Λουκ. Μακρόβ. 17. 2· νομάρχης. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 32. ΙΙ. ἄρχων Ῥωμαίων μισθοφόρων. Σκυλίτζ. σ. 787.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gouverneur ou chef d’un peuple.
Étymologie: ἔθνος, ἄρχω.