σπάρος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_3) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπάρος''': [ᾰ], θαλάσσιός τις [[ἰχθὺς]] [[μετὰ]] χρυσῆς κεφαλῆς, sparus auratus, Ἐπίχ. 24 Ahr., Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26. | |lstext='''σπάρος''': [ᾰ], θαλάσσιός τις [[ἰχθὺς]] [[μετὰ]] χρυσῆς κεφαλῆς, sparus auratus, Ἐπίχ. 24 Ahr., Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ψαριού Diplodus annularis που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σπαρίδες]], συγγενεύει με τον σαργό, με το [[μελανούρι]] κ.ά ψάρια και αφθονεί στις ελληνικές ακτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ., [[είτε]] με τα λατ. <i>sparus</i> «[[ακόντιο]]» και αρχ. άνω γερμ. <i>sper</i> «[[ακόντιο]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Speer</i>) [[είτε]] με το ρ. [[σπαίρω]] «[[τρέμω]], [[σπαρταρώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>sparus</i> «[[σπάρος]]», <i>sparulus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], a sea-fish, a sort of
A bream, Sargus annularis or Rondeletii, Epich.54, Matro Conv.81, Arist.HA508b17.
German (Pape)
[Seite 917] ὁ, ein Seefisch; Ath. VII, 320 b; Arist. H. A. 2, 17 u. oft; verschieden von σκάρος.
Greek (Liddell-Scott)
σπάρος: [ᾰ], θαλάσσιός τις ἰχθὺς μετὰ χρυσῆς κεφαλῆς, sparus auratus, Ἐπίχ. 24 Ahr., Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ψαριού Diplodus annularis που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σπαρίδες, συγγενεύει με τον σαργό, με το μελανούρι κ.ά ψάρια και αφθονεί στις ελληνικές ακτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ., είτε με τα λατ. sparus «ακόντιο» και αρχ. άνω γερμ. sper «ακόντιο» (πρβλ. γερμ. Speer) είτε με το ρ. σπαίρω «τρέμω, σπαρταρώ» δεν θεωρείται πιθανή. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. sparus «σπάρος», sparulus].