παρεκβαίνω: Difference between revisions
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεκβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἐξέρχομαι]] κατὰ [[μέρος]] ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], [[μετὰ]] γεν., δικαίου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 224· τοῦ εὖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 9, 8· τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 3, 5· τῆς ἀριστοκρατίας π. ἡ [[τάξις]] [[αὐτόθι]] 2. 11, 8· [[ὡσαύτως]], π . ἐκ τοῦ γένους ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 2· ἐκ τῆς τάσεως Πολύβ. 8. 28, 8. 2) μετ’ αἰτ., [[παραβαίνω]], Διὸς [[σέβας]] Αἰσχύλ. Χο. 645· τὰ πάτρια Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 5· τὸ πολιτείας [[εἶδος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 10, 3· τὴν φύσιν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 17· ἡ ῥὶς π. τὴν εὐθύτητα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9. 7. 3) ἀπολ., παρεκτρέπομαι, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 13· ἐπὶ μικρὸν π. [[αὐτόθι]] 8. 10, 3· αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι (ἴδε [[παρέκβασις]]) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 9, καὶ ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθαὶ [πολιτεῖαι] [[αὐτόθι]] 3. 11, 21· π. ἐς ἃ μὴ [[θέμις]] Ἀνθ. Πλαν. 243. ΙΙ. [[ἐξέρχομαι]] τοῦ προκειμένου, [[ὅθεν]] παρεξέβημεν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 1· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· τινὸς ἢ ἀπό τινος Πολύβ. 12. 8, 1., 4. 9, 1. | |lstext='''παρεκβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἐξέρχομαι]] κατὰ [[μέρος]] ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], [[μετὰ]] γεν., δικαίου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 224· τοῦ εὖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 9, 8· τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 3, 5· τῆς ἀριστοκρατίας π. ἡ [[τάξις]] [[αὐτόθι]] 2. 11, 8· [[ὡσαύτως]], π . ἐκ τοῦ γένους ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 2· ἐκ τῆς τάσεως Πολύβ. 8. 28, 8. 2) μετ’ αἰτ., [[παραβαίνω]], Διὸς [[σέβας]] Αἰσχύλ. Χο. 645· τὰ πάτρια Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 5· τὸ πολιτείας [[εἶδος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 10, 3· τὴν φύσιν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 17· ἡ ῥὶς π. τὴν εὐθύτητα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9. 7. 3) ἀπολ., παρεκτρέπομαι, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 13· ἐπὶ μικρὸν π. [[αὐτόθι]] 8. 10, 3· αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι (ἴδε [[παρέκβασις]]) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 9, καὶ ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθαὶ [πολιτεῖαι] [[αὐτόθι]] 3. 11, 21· π. ἐς ἃ μὴ [[θέμις]] Ἀνθ. Πλαν. 243. ΙΙ. [[ἐξέρχομαι]] τοῦ προκειμένου, [[ὅθεν]] παρεξέβημεν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 1· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· τινὸς ἢ ἀπό τινος Πολύβ. 12. 8, 1., 4. 9, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> aller au delà en s’écartant de, s’écarter de, <i>au propre avec</i> ἔκ τινος, <i>fig.</i> gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> faire une digression en parlant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
A step aside from, deviate from, c. gen., δικαίου Hes. Op.226; τοῦ εὖ Arist. EN1109b19; τῆς ἀρετῆς Id.Pol.1325b6 ; π. τῆς ἀριστοκρατίας ἡ τάξις ib.1273a21; τοῦ καθήκοντος Plb.12.7.1; π. ἐκ τοῦ γένους Arist. GA767b6; ἐκ τῆς τάξεως Plb.8.26.8; ἀπὸ τῶν κρειττόνων Procl.Inst.124. 2 c. acc., overstep, transgress, Διὸς σέβας A.Ch.645 (lyr.); τὰ πάτρια Arist.Pol.1310b19 ; ἐπὶ μικρὸν π. τὸ τῆς πολιτείας εἶδος Id.EN1160b20; τὴν φύσιν Id.GA771a12; ῥίς ἐστι παρεκβεβηκυῖα τὴν εὐθύτητα Id.Pol.1309b23; τὸν κοινὸν νοῦν Phld.Po. 5.15 ; ποταμοῦ -βάντος τὸ ῥεῖθρον Thphr.HP3.1.5. 3 abs., deviate, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων Arist.EN1126a35 ; αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι Id.Pol.1275b1 ; opp. ὀρθαὶ [πολιτεῖαι], ib.1282b13; π. ἐς ἃ μὴ θέμις APl.4.243 (Antist.); prob.l. in Ph.Bel.61.49, 62.51. II make a digression, ὅθεν παρεξέβημεν Arist.EN1095b14; περί τινος Id.PA658b11; ἀπό τινος Plb.4.9.1, al.; εἰς ταῦτα Id.6.50.1.
German (Pape)
[Seite 513] (s. βαίνω), daneben weg-, darüber binausschreiten, d. i. überschreiten, καὶ μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου, Hes. O. 224, wie τοῦ καθήκοντος, seine Pflicht verletzen, Pol. 12, 8, 1; u. c. accus., τὸ πᾶν Διὸς σέβας παρεκβάντες, Aesch. Ch. 635; τὰ νενομισμένα, Plut. Num. 9; absol., über das Maaß hinausgehen, Arist. eth. 4, 5 u. öfter; – abschweifen, bes. in der Rede, ἡμεῖς δὲ λέγωμεν, ὅθεν παρεξέβημεν Arist. eth. 1, 5, u. öfter; ἀπὸ τούτων, Pol. 4, 9, 1 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἐξέρχομαι κατὰ μέρος ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, μετὰ γεν., δικαίου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 224· τοῦ εὖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 9, 8· τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 3, 5· τῆς ἀριστοκρατίας π. ἡ τάξις αὐτόθι 2. 11, 8· ὡσαύτως, π . ἐκ τοῦ γένους ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 2· ἐκ τῆς τάσεως Πολύβ. 8. 28, 8. 2) μετ’ αἰτ., παραβαίνω, Διὸς σέβας Αἰσχύλ. Χο. 645· τὰ πάτρια Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 5· τὸ πολιτείας εἶδος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 10, 3· τὴν φύσιν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 17· ἡ ῥὶς π. τὴν εὐθύτητα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9. 7. 3) ἀπολ., παρεκτρέπομαι, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 13· ἐπὶ μικρὸν π. αὐτόθι 8. 10, 3· αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι (ἴδε παρέκβασις) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 9, καὶ ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθαὶ [πολιτεῖαι] αὐτόθι 3. 11, 21· π. ἐς ἃ μὴ θέμις Ἀνθ. Πλαν. 243. ΙΙ. ἐξέρχομαι τοῦ προκειμένου, ὅθεν παρεξέβημεν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 1· περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· τινὸς ἢ ἀπό τινος Πολύβ. 12. 8, 1., 4. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
1 aller au delà en s’écartant de, s’écarter de, au propre avec ἔκ τινος, fig. gén. ou acc.;
2 abs. faire une digression en parlant.
Étymologie: παρά, ἐκβαίνω.