γυμνασίαρχος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γυμνασίαρχος''': ὁ, ὁ πληρῶν τὰ χρέη μιᾶς τῶν λειτουργιῶν ἢ δημοσίων ὑποχρεώσεων ἐν Ἀθήναις, ἔχων τὴν διεύθυνσιν τῆς παλαίστρας καὶ πληρώνων τοὺς προγυμναστὰς ἢ τῆς γυμναστικῆς διδασκάλους, Ἀνδοκ. 17. 20, Δημ. 940. 13, κτλ. Ἐξελέγετο δὲ ὑπὸ τῆς φυλῆς του δι᾿ ὡρισμένον χρόνο, B öckh Ath. St. 2. 216, Wolf Lept. σ. XCII. 2) [[διδάσκαλος]] τῆς γυμναστικῆς ἰδίως ἐν Σπάρτῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1326, 1349, κ. ἀλλ., πρβλ. Böckh σ. 611. | |lstext='''γυμνασίαρχος''': ὁ, ὁ πληρῶν τὰ χρέη μιᾶς τῶν λειτουργιῶν ἢ δημοσίων ὑποχρεώσεων ἐν Ἀθήναις, ἔχων τὴν διεύθυνσιν τῆς παλαίστρας καὶ πληρώνων τοὺς προγυμναστὰς ἢ τῆς γυμναστικῆς διδασκάλους, Ἀνδοκ. 17. 20, Δημ. 940. 13, κτλ. Ἐξελέγετο δὲ ὑπὸ τῆς φυλῆς του δι᾿ ὡρισμένον χρόνο, B öckh Ath. St. 2. 216, Wolf Lept. σ. XCII. 2) [[διδάσκαλος]] τῆς γυμναστικῆς ἰδίως ἐν Σπάρτῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1326, 1349, κ. ἀλλ., πρβλ. Böckh σ. 611. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />gymnasiarque, <i>citoyen d’Athènes élu par sa tribu et chargé de subvenir aux frais d’entretien des gymnases, d’assurer le service des jeux gymniques pour les fêtes et cérémonies et de contrôler le bon fonctionnement des gymnases</i>.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνάσιον]], [[ἄρχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A gymnasiarch, superintendent of athletic training at Athens and elsewhere, And.1.132, D. 35.48, IG22.1227.4, 5(1).20A5 (Sparta), PAmh.2.130.1 (i A. D.), etc.: fem. ἡ -αρχος, IGRom.3.802 (Pamphyl.). 2 director of a γυμνάσιον, Pl.Erx.399a, Phld.Herc.1040.
German (Pape)
[Seite 509] ὁ, Gymnasiarch; er mußte die Uebungen für die heiligen Spiele besorgen, den Uebungsplatz, die Lehrer, wie Unterhalt für die einzuübenden Jünglinge hergeben, Andoc. 1, 132; Dem. 20, 21; es wurden die reichsten Bürger, aus jeder φυλή einer, dazu gewählt. Nach B. A. 228 besorgten sie besonders die λαμπαδοδρομίαι εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Προμηθέως καὶ τοῦ Ἡφαίστου καὶ Πανός. – Sp. Aufseher der Gymnasien, Plat. Eryx. 399 a. Vgl. Wolf Lept. p. XCII u. Böckh Staatsh. I p. 494.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνασίαρχος: ὁ, ὁ πληρῶν τὰ χρέη μιᾶς τῶν λειτουργιῶν ἢ δημοσίων ὑποχρεώσεων ἐν Ἀθήναις, ἔχων τὴν διεύθυνσιν τῆς παλαίστρας καὶ πληρώνων τοὺς προγυμναστὰς ἢ τῆς γυμναστικῆς διδασκάλους, Ἀνδοκ. 17. 20, Δημ. 940. 13, κτλ. Ἐξελέγετο δὲ ὑπὸ τῆς φυλῆς του δι᾿ ὡρισμένον χρόνο, B öckh Ath. St. 2. 216, Wolf Lept. σ. XCII. 2) διδάσκαλος τῆς γυμναστικῆς ἰδίως ἐν Σπάρτῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1326, 1349, κ. ἀλλ., πρβλ. Böckh σ. 611.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gymnasiarque, citoyen d’Athènes élu par sa tribu et chargé de subvenir aux frais d’entretien des gymnases, d’assurer le service des jeux gymniques pour les fêtes et cérémonies et de contrôler le bon fonctionnement des gymnases.
Étymologie: γυμνάσιον, ἄρχω.