ποιητός: Difference between revisions
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποιητός''': -ή, -όν, ([[ποιέω]]) πεποιημένος, ποιηθείς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., [[μάλιστα]] ἐπὶ οἰκιῶν καὶ ὅπλων, ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ εὖ [[ποιητός]], [[καλῶς]] πεποιημένος, [[καλῶς]] κατεσκευασμένος, ὡς τὸ [[τυκτός]], τετυγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Ἰλ. Ε. 198, Ὀδ. Ν. 306˙ ποιητάς… πύλας Ἰλ. Μ. 470, κτλ.˙ ἂν καὶ ἐκφέρει [[ἐπίσης]] καὶ [[συνημμένως]], πύκα [[ποιητός]], ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἰλ. Σ. 608, Ὀδ. Α. 333, 436, κτλ.˙ ― πεποιημένος, κατ’ ἀντίθετον πρὸς τὸν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχοντα, Θέογν. 435˙ ― π. φρέατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς φυσικὰς [[πηγάς]], Πλουτ. Σόλων 23. ΙΙ. [[εἰσποιητός]], υἱοθετηθείς, θετὸς [[υἱός]], [[παῖς]] π., ἀντίθετον τῷ γεννητὸς ἢ [[ἀληθινός]], Πλάτ. Νόμ. 878Ε, 923 Ε˙ οὕτω, πατὴρ π., θετὸς [[πατήρ]], Λυκοῦργ. 153. 44 (ἀντίθετον τῷ γόνῳ πατὴρ Λυσ. 138. 32)˙ π. πολῖται, πολιτογραφηθέντες, μὴ ἐκ γενετῆς ὄντες πολῖται, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 3, πρβλ. Δημ. 1125. 5˙ ― ἴδε [[ποιέω]], Α. ΙΙΙ., [[ποίησις]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐφευρεθείς, ἐπινοηθείς, προσποιηθείς, Πινδ. Ν. 5. 53˙ ποιητῷ τρόπῳ Εὐρ. Ἑλ. 1547. | |lstext='''ποιητός''': -ή, -όν, ([[ποιέω]]) πεποιημένος, ποιηθείς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., [[μάλιστα]] ἐπὶ οἰκιῶν καὶ ὅπλων, ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ εὖ [[ποιητός]], [[καλῶς]] πεποιημένος, [[καλῶς]] κατεσκευασμένος, ὡς τὸ [[τυκτός]], τετυγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Ἰλ. Ε. 198, Ὀδ. Ν. 306˙ ποιητάς… πύλας Ἰλ. Μ. 470, κτλ.˙ ἂν καὶ ἐκφέρει [[ἐπίσης]] καὶ [[συνημμένως]], πύκα [[ποιητός]], ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἰλ. Σ. 608, Ὀδ. Α. 333, 436, κτλ.˙ ― πεποιημένος, κατ’ ἀντίθετον πρὸς τὸν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχοντα, Θέογν. 435˙ ― π. φρέατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς φυσικὰς [[πηγάς]], Πλουτ. Σόλων 23. ΙΙ. [[εἰσποιητός]], υἱοθετηθείς, θετὸς [[υἱός]], [[παῖς]] π., ἀντίθετον τῷ γεννητὸς ἢ [[ἀληθινός]], Πλάτ. Νόμ. 878Ε, 923 Ε˙ οὕτω, πατὴρ π., θετὸς [[πατήρ]], Λυκοῦργ. 153. 44 (ἀντίθετον τῷ γόνῳ πατὴρ Λυσ. 138. 32)˙ π. πολῖται, πολιτογραφηθέντες, μὴ ἐκ γενετῆς ὄντες πολῖται, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 3, πρβλ. Δημ. 1125. 5˙ ― ἴδε [[ποιέω]], Α. ΙΙΙ., [[ποίησις]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐφευρεθείς, ἐπινοηθείς, προσποιηθείς, Πινδ. Ν. 5. 53˙ ποιητῷ τρόπῳ Εὐρ. Ἑλ. 1547. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> créé, <i>p. opp. à « qui existe par soi-même » ; t. de droit</i> adopté, créé <i>ou</i> admis par adoption;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’ouvrages manuels</i> fabriqué, travaillé, <i>particul.</i> fait avec art, bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A made, freq. in Hom., esp. of houses and arms, always in the sense of εὖ ποιητός, well made, δόμοις ἔνι ποιητοῖσι Il. 5.198, Od.13.306; ποιητὰς . . πύλας Il.12.470; also πύκα ποιητός 18.608, Od.1.333,436, al.: generally, made, εἰ δ' ἦν π. τε καὶ ἔνθετον ἀνδρὶ νόημα Thgn.435; π. φρέατα, opp. natural springs, Plu.Sol. 23; cultivated, opp. ἄγριος, Aret.CD1.4; ἕλκεα self-inflicted, Tryph. 229. II made into a son, adopted, παῖς π., opp. ἀληθινός, γεννητός, Pl.Lg.878e, 923e; οἱ π. τῶν πατέρων adopted fathers, Lycurg. 48; π. πολῖται factitious citizens, not so born, Arist.Pol.1275a6, cf. D.45.78. III made by oneself, i.e. invented, feigned, λόγος Pi.N. 5.29; ποιητῷ τρόπῳ E.Hel.1547; of works of art, imitated, Nonn.D. 34.287.
German (Pape)
[Seite 649] gemacht, verfertigt; oft bei Hom., bes. von Wohnungen und Waffen, wie οἱ δὲ κατ' αὐτὰς ποιητὰς ἐςέχυντο πύλας, Il. 12, 470; κύκλος, κυνέη, δόμος, θάλαμος u. ä., wo man es = εὖ ποιητός, wohl, künstlich gemacht, aufzufassen pflegt; auch τέγεος πύκα ποιητοῖο, Od. 1, 333; Sp.; τὸ ποιητόν, das Gemachte, Arist. eth. 6, 2; – παῖς, ein angenommener, adoptirter Sohn, der zum Sohne gemacht, nicht geboren ist. εἴτε γεννητὸς ὢν εἴτε ποιητός, Plat. Legg. XI, 923 e, oft bei den Rednern; auch ὁ ποιητὸς πατήρ, Adoptivvater, Lys. 13, 91; πολῖται, die mit dem Bürgerrechte beschenkt sind, nicht geborene Bürger, Arist. pol. 3, 1. – Uebh. selbst gemacht, ersonnen, erdichtet, ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ποιητός: -ή, -όν, (ποιέω) πεποιημένος, ποιηθείς, συχν. παρ’ Ὁμ., μάλιστα ἐπὶ οἰκιῶν καὶ ὅπλων, ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ εὖ ποιητός, καλῶς πεποιημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ τυκτός, τετυγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Ἰλ. Ε. 198, Ὀδ. Ν. 306˙ ποιητάς… πύλας Ἰλ. Μ. 470, κτλ.˙ ἂν καὶ ἐκφέρει ἐπίσης καὶ συνημμένως, πύκα ποιητός, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἰλ. Σ. 608, Ὀδ. Α. 333, 436, κτλ.˙ ― πεποιημένος, κατ’ ἀντίθετον πρὸς τὸν ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχοντα, Θέογν. 435˙ ― π. φρέατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς φυσικὰς πηγάς, Πλουτ. Σόλων 23. ΙΙ. εἰσποιητός, υἱοθετηθείς, θετὸς υἱός, παῖς π., ἀντίθετον τῷ γεννητὸς ἢ ἀληθινός, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, 923 Ε˙ οὕτω, πατὴρ π., θετὸς πατήρ, Λυκοῦργ. 153. 44 (ἀντίθετον τῷ γόνῳ πατὴρ Λυσ. 138. 32)˙ π. πολῖται, πολιτογραφηθέντες, μὴ ἐκ γενετῆς ὄντες πολῖται, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 3, πρβλ. Δημ. 1125. 5˙ ― ἴδε ποιέω, Α. ΙΙΙ., ποίησις ΙΙ. ΙΙΙ. ἐφευρεθείς, ἐπινοηθείς, προσποιηθείς, Πινδ. Ν. 5. 53˙ ποιητῷ τρόπῳ Εὐρ. Ἑλ. 1547.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 créé, p. opp. à « qui existe par soi-même » ; t. de droit adopté, créé ou admis par adoption;
2 en parl. d’ouvrages manuels fabriqué, travaillé, particul. fait avec art, bien travaillé.
Étymologie: ποιέω.