γαλήνη: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾰλήνη''': ἡ, [[ἡσυχία]] τῆς θαλάσσης (ταὐτὸν γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ [[νηνεμία]] δ᾽ ἐν ἀέρι Ἀριστ. Τοπ. 1. 17, 1), Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. ˙λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ [[γαλήνη]] 10. 94, πρβλ. 12. 168 (ἐν Ε. 452 σημαίνει μόνον τὴν νηνεμίαν ἢ ἔλλειψιν ἀνέμου, ὡς δεικνύουσι τὰ ἑπόμενα) οἱ δ᾽ [[ἐλόωσι]] γαλήνην, θὰ πλεύσωσι διὰ τῆς γαληνιαίας θαλάσσης. Ὀδ. Η. 319· νηνεμίας τε καὶ γ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἐν. γ. καὶ εὐδίαις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 15·―μεταφ. ἐπὶ ψυχῆς, [[ἡσυχία]], [[ἀταραξία]], πρᾳότης, [[φρόνημα]] νηνέμου γαλάνας, [[μεγάλης]] ἀταραξίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· ἐν γαλήνῃ, ἐν ἀταραξίᾳ, ἡσύχως, Σοφ. Ἠλ. 899. ΙΙ. [[εἶδος]] ἀρχυρόχρου μολυβδούχου γῆς, «ἀσημόχωμα», Πλίν. 33. 6. ΙΙΙ. ἀντίδοτον κατὰ δηλητηρίου, Γαλην. (ὁ Κούρτ. προτείνει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ [[γάλα]]· [[ἴσως]] [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[γελάω]]). | |lstext='''γᾰλήνη''': ἡ, [[ἡσυχία]] τῆς θαλάσσης (ταὐτὸν γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ [[νηνεμία]] δ᾽ ἐν ἀέρι Ἀριστ. Τοπ. 1. 17, 1), Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. ˙λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ [[γαλήνη]] 10. 94, πρβλ. 12. 168 (ἐν Ε. 452 σημαίνει μόνον τὴν νηνεμίαν ἢ ἔλλειψιν ἀνέμου, ὡς δεικνύουσι τὰ ἑπόμενα) οἱ δ᾽ [[ἐλόωσι]] γαλήνην, θὰ πλεύσωσι διὰ τῆς γαληνιαίας θαλάσσης. Ὀδ. Η. 319· νηνεμίας τε καὶ γ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἐν. γ. καὶ εὐδίαις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 15·―μεταφ. ἐπὶ ψυχῆς, [[ἡσυχία]], [[ἀταραξία]], πρᾳότης, [[φρόνημα]] νηνέμου γαλάνας, [[μεγάλης]] ἀταραξίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· ἐν γαλήνῃ, ἐν ἀταραξίᾳ, ἡσύχως, Σοφ. Ἠλ. 899. ΙΙ. [[εἶδος]] ἀρχυρόχρου μολυβδούχου γῆς, «ἀσημόχωμα», Πλίν. 33. 6. ΙΙΙ. ἀντίδοτον κατὰ δηλητηρίου, Γαλην. (ὁ Κούρτ. προτείνει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ [[γάλα]]· [[ἴσως]] [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[γελάω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />calme de la mer ; γαλήνην ἑλαύνειν OD sillonner une mer calme ; <i>fig.</i> calme, sérénité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[γελάω]], [[γλήνη]], d’un th. exprimant l’éclat. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A stillness of the sea, calm (γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ' ἐν ἀέρι Arist.Top.108b25, but cf. Od.5.452, 12.168), Hom. only in Od., λευκ ὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10.94; οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, 7.319; stillness of deep waters, Coluth.360; νηνεμίας τε καὶ γ. Pl.Tht.153c; ἐν ταῖς γ. καὶ εὐδίαις Arist.HA533b30: metaph. of the mind, calmness, serenity, φρόνημα νηνέμου γαλάνας A.Ag.740 (lyr.); ἐν γαλήνῃ in calm, quiet, S.El.899; γ. ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Lg.791a. II lead sulphide, galena, Plin.HN33.95, 34.159. III name of an antidote, Androm. ap. Gal.14.32. (Aeol.γελήνη (sic) acc. to Jo.Gramm.Comp. 3.1; perh. akin to γελάω.)
German (Pape)
[Seite 471] ἡ (eigentl. »die Glänzende«, »die heiter Strahlende«, γαλερός, ἀγλαός = ἀγαλόσ, γάλα u. s. w.; man beachte λευκὴ γαλήνη Odyss. 10, 94); 1) Wind-, Meeresstille, von Hom. an überall; Odyss. 5, 391. 12, 168 ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη; 10, 94 οὐ μὲν γάρ ποτ' ἀέξετο κῦμά γ' ἐν αὐτῷ, οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη; 5, 452 vom Flußgotte in Scheria ὁ δ' αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς; 7, 319 οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην, werden bei Windstille, auf ruhigem Meere fahren; neben νηνεμία Plat. Theaet. 153 c; übertr., Ruhe, Heiterkeit, Soph. El. 887; γαλήνην ἡσυχίαν τε ἐν τῇ ψυχῇ ἀπεργάσασθαι Plat. Legg. VII, 791 a; βίου Luc. Al. 61; öfter bei Sp., z. B. Plut. Num. 20. – 2) Bleierz, ἱBleiglanz, Plin. H. N. 33, 6. – 3) ein Gegengift, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλήνη: ἡ, ἡσυχία τῆς θαλάσσης (ταὐτὸν γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ᾽ ἐν ἀέρι Ἀριστ. Τοπ. 1. 17, 1), Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. ˙λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10. 94, πρβλ. 12. 168 (ἐν Ε. 452 σημαίνει μόνον τὴν νηνεμίαν ἢ ἔλλειψιν ἀνέμου, ὡς δεικνύουσι τὰ ἑπόμενα) οἱ δ᾽ ἐλόωσι γαλήνην, θὰ πλεύσωσι διὰ τῆς γαληνιαίας θαλάσσης. Ὀδ. Η. 319· νηνεμίας τε καὶ γ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἐν. γ. καὶ εὐδίαις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 15·―μεταφ. ἐπὶ ψυχῆς, ἡσυχία, ἀταραξία, πρᾳότης, φρόνημα νηνέμου γαλάνας, μεγάλης ἀταραξίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· ἐν γαλήνῃ, ἐν ἀταραξίᾳ, ἡσύχως, Σοφ. Ἠλ. 899. ΙΙ. εἶδος ἀρχυρόχρου μολυβδούχου γῆς, «ἀσημόχωμα», Πλίν. 33. 6. ΙΙΙ. ἀντίδοτον κατὰ δηλητηρίου, Γαλην. (ὁ Κούρτ. προτείνει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ γάλα· ἴσως μᾶλλον πρὸς τὸ γελάω).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
calme de la mer ; γαλήνην ἑλαύνειν OD sillonner une mer calme ; fig. calme, sérénité.
Étymologie: DELG cf. γελάω, γλήνη, d’un th. exprimant l’éclat.