μετεῖπον: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετεῖπον''': Ἐπικ. μετέειπον, ἀόρ. β΄ τοῦ [[μετάφημι]], [[λέγω]], ὁμιλῶ εἰς τὸ [[πλῆθος]], [[μετὰ]] δοτ. πληθ.· συχνὸν παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, ὅ [[σφιν]] ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν, τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν, πρβλ. Ἡσ. Θ. 643. 2) ὁμιλῶ κατόπιν, [[μετὰ]] [[ταῦτα]], κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τοῦ ὀψέ, Ἰλ. Η. 94, Ὀδ. Η. 155, κτλ. - Ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μετέειπε· [[ἅπαξ]] δὲ τὸ α΄ ἑνικ. μετέειπον, Ὀδ. Τ. 140. | |lstext='''μετεῖπον''': Ἐπικ. μετέειπον, ἀόρ. β΄ τοῦ [[μετάφημι]], [[λέγω]], ὁμιλῶ εἰς τὸ [[πλῆθος]], [[μετὰ]] δοτ. πληθ.· συχνὸν παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, ὅ [[σφιν]] ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν, τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν, πρβλ. Ἡσ. Θ. 643. 2) ὁμιλῶ κατόπιν, [[μετὰ]] [[ταῦτα]], κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τοῦ ὀψέ, Ἰλ. Η. 94, Ὀδ. Η. 155, κτλ. - Ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μετέειπε· [[ἅπαξ]] δὲ τὸ α΄ ἑνικ. μετέειπον, Ὀδ. Τ. 140. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[μετέειπον]];<br /><b>1</b> parler au milieu de, τινι;<br /><b>2</b> parler ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[εἶπον]] ; [[μετέειπον]] est pour *μετέϜεπον. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. μετέειπον, aor. 2 of μεταφωνέω,
A speak among, address, c. dat. pl.; freq. in Hom., mostly in phrases, ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν Il.1.253, al.; τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε 2.336, al., cf. Hes. Th.643: abs., mostly with ὀψέ, Il.7.94, Od.7.155, etc.—Hom. always uses 3sg. Ep. μετέειπε, exc. once 1sg. μετέειπον, Od.19.140.
German (Pape)
[Seite 158] (s. εἶπον), zu Mehreren, unter ihnen sprechen, am häufigsten ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε u. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε; auch τοῖσι – μετὰ μῦθον ἔειπεν, Il. 3, 303. 9, 623 u. öfter; vgl. μετὰ πᾶσιν ἔειπεν u. ähnl., die nicht als Tmesis zu nehmen sind; die erste Person μετέειπον Od. 19, 140; auch ohne Casus, Il. 7, 94. 8, 30. 9, 31 Od. 7, 155; auch bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
μετεῖπον: Ἐπικ. μετέειπον, ἀόρ. β΄ τοῦ μετάφημι, λέγω, ὁμιλῶ εἰς τὸ πλῆθος, μετὰ δοτ. πληθ.· συχνὸν παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν, τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν, πρβλ. Ἡσ. Θ. 643. 2) ὁμιλῶ κατόπιν, μετὰ ταῦτα, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ ὀψέ, Ἰλ. Η. 94, Ὀδ. Η. 155, κτλ. - Ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μετέειπε· ἅπαξ δὲ τὸ α΄ ἑνικ. μετέειπον, Ὀδ. Τ. 140.
French (Bailly abrégé)
épq. μετέειπον;
1 parler au milieu de, τινι;
2 parler ensuite.
Étymologie: μετά, εἶπον ; μετέειπον est pour *μετέϜεπον.