ἄνεσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνεσις''': γεν. εως, Ἰων. -ιος, ἡ: ([[ἀνίημι]]), χαλάρωσις, «ξετέντωμα» π.χ. τῶν χορδῶν, ἀντίθ. τῷ [[ἐπίτασις]], ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν πλεονεκτεῖν Πλάτ. Πολ. 349Ε, [[προσέτι]] ἀντιτίθεται καὶ τῷ [[χάλασις]], ἐπὶ τῇ [[αὐτοῦ]] τούτου χαλάσει τε καὶ ἀνέσει [[αὐτόθι]] 590Β· τῆς δὲ αἰσθήσεως... δεσμὸν τὸν [[ὕπνον]] εἶναί φαμεν, τὴν δὲ... ἄνεσιν, ἐγρήγορσιν Ἀριστ. π. Ὕπνου 1. 14· πάγων ἀν., ὅ ἐ. ἡ [[τῆξις]], Πλουτ. Σερτ. 17. 2) μεταφ., [[ἐλάττωσις]], [[μείωσις]], [[ὕφεσις]], κακῶν Ἡρόδ. 5. 28· λύπης, μοχθηρίας, κτλ., Πλούτ. 2. 102Β, κτλ.· ἀν. φόρων, τελῶν, [[ἄφεσις]], ὁ αὐτ. Σερτ. 6, κτλ.· κολάσεως Πλωτῖν. 390Α: ἐπὶ πυρετοῦ, ἡ [[ὕφεσις]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[παροξυσμός]], Γαλην. 3) [[ἄνεσις]] ὡς καὶ νῦν, [[ἀνάπαυσις]], ῥᾳστώνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σπουδή]], Πλάτ. Νόμ. 724Α, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 29· ἄν. καὶ σχολὴ Πολύβ. 1. 66, 10· ψυχῆς Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Α. ΙΙ. [[ἀπόλαυσις]], [[παράλυσις]], [[ἀκολασία]], ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 561Α· τὴν τῶν γυναικῶν παρ’ ὑμῖν ἄνεσιν ὁ αὐτ. Νόμ. 637C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 5· δούλων [[αὐτόθι]] 5. 11, 11.
|lstext='''ἄνεσις''': γεν. εως, Ἰων. -ιος, ἡ: ([[ἀνίημι]]), χαλάρωσις, «ξετέντωμα» π.χ. τῶν χορδῶν, ἀντίθ. τῷ [[ἐπίτασις]], ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν πλεονεκτεῖν Πλάτ. Πολ. 349Ε, [[προσέτι]] ἀντιτίθεται καὶ τῷ [[χάλασις]], ἐπὶ τῇ [[αὐτοῦ]] τούτου χαλάσει τε καὶ ἀνέσει [[αὐτόθι]] 590Β· τῆς δὲ αἰσθήσεως... δεσμὸν τὸν [[ὕπνον]] εἶναί φαμεν, τὴν δὲ... ἄνεσιν, ἐγρήγορσιν Ἀριστ. π. Ὕπνου 1. 14· πάγων ἀν., ὅ ἐ. ἡ [[τῆξις]], Πλουτ. Σερτ. 17. 2) μεταφ., [[ἐλάττωσις]], [[μείωσις]], [[ὕφεσις]], κακῶν Ἡρόδ. 5. 28· λύπης, μοχθηρίας, κτλ., Πλούτ. 2. 102Β, κτλ.· ἀν. φόρων, τελῶν, [[ἄφεσις]], ὁ αὐτ. Σερτ. 6, κτλ.· κολάσεως Πλωτῖν. 390Α: ἐπὶ πυρετοῦ, ἡ [[ὕφεσις]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[παροξυσμός]], Γαλην. 3) [[ἄνεσις]] ὡς καὶ νῦν, [[ἀνάπαυσις]], ῥᾳστώνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σπουδή]], Πλάτ. Νόμ. 724Α, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 29· ἄν. καὶ σχολὴ Πολύβ. 1. 66, 10· ψυχῆς Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Α. ΙΙ. [[ἀπόλαυσις]], [[παράλυσις]], [[ἀκολασία]], ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 561Α· τὴν τῶν γυναικῶν παρ’ ὑμῖν ἄνεσιν ὁ αὐτ. Νόμ. 637C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 5· δούλων [[αὐτόθι]] 5. 11, 11.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de laisser aller :<br /><b>1</b> distension, relâchement;<br /><b>2</b> détente (d’un mal, d’un chagrin, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> remise (de dettes, d’impôts).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίημι]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνεσις Medium diacritics: ἄνεσις Low diacritics: άνεσις Capitals: ΑΝΕΣΙΣ
Transliteration A: ánesis Transliteration B: anesis Transliteration C: anesis Beta Code: a)/nesis

English (LSJ)

gen. εως, Ion. ιος, ἡ: (ἀνιημι):—

   A loosening, relaxing, τῶν χορδῶν of the strings, opp. ἐπίτασις, Pl.R.349e; coupled with χάλασις, ib.590b; τῆς αἰσθήσεως . . δεσμὸν τὸν ὕπνον εἶναί φαμεν, τὴν δέ . . ἄνεσιν ἐγρήγορσιν Arist.Somn.Vig.454b27; ἀέρος Thphr.CP2.1.6; πάγων ἄ., i.e. a thaw, Plu.Sert.17; of the ebb-tide, Str.7.2.1.    2 metaph., remission, abatement, κακῶν Hdt.5.28; opp. θλῖψις, 2 Ep.Cor.8.13, al.; λύπης, μοχθηρίας, etc., Plu.2.102b, etc.; τὴν ἡδονὴν ἄνεσιν λαμβάνειν Phld.D.3Fr.1; ἄ. φόρων, τελῶν, remission of tribute, taxes, Plu.Sert.6, IG7.2227 (Thisbe), etc.; κολάσεως Plot.4.3.24; of fevers, opp. παροξυσμός, Gal.7.427.    3 relaxation, recreation, opp. σπουδή, Pl.Lg.724a, Arist.Rh.1371b34, cf. Cleanth.Stoic.1.122; ἄ. καὶ σχολή Plb.1.66.10; ψυχῆς Mnesith.Ath. ap. Ath.11.484a.    4 solution, Dsc.5.96.    5 = τὸ τελευταῖον τῆς παρακμῆς Archig. ap. Gal.7.424.    II indulgence, licence, ἡδονῶν Pl.R.561a; ἡ τῶν γυναικῶν παρ' ὑμῖν ἄ. Id.Lg.637c, cf. Arist.Pol.1270a1; δούλων ib.1313b35; relaxation of custody, Act.Ap.24.23.    III of musical pitch, Aristid.Quint.1.5; of an unaccented syll., Phld.Po.2.18.

German (Pape)

[Seite 226] (ἀνίημι), ἡ, 1) das Nachlassen von starker Anspannung, Abspannung, χορδῶν, der ἐπίτασις entgegengesetzt, Plat. Rep. I, 349 e; κακῶν, Nachlassen des Unglücks, Her. 5, 28; neben χάλασις Plat. Rep. IX, 590 b; übertr., im Ggstz von σπουδή Legg. IV, 7246, Erholung; Erschlaffung, ἄνεσις καὶ σχολή Pol. 1, 66; πάγων, Aufgehen des Eises, Plut. Sert. 17. Nachlassen von der Strenge, Lyc. 2, 29. – 2) χρεῶν, Erlassen einer Schuld, Plut. Cat. min. 18; vgl. Sert. 6; ebenso ἁμαρτημάτων ἄνεσιν δοῦναι Herodian. 7, 12. Uebertr. – 3) das Loslassen der Leidenschaften, Zügellosigkeit, Ausschweifung, γυναικῶν Plat. Legg. I, 637 c; Aristot.; εἰς ἄνεσιν καὶ σώματος ἡδέα ἔργα Cleanth. H.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνεσις: γεν. εως, Ἰων. -ιος, ἡ: (ἀνίημι), χαλάρωσις, «ξετέντωμα» π.χ. τῶν χορδῶν, ἀντίθ. τῷ ἐπίτασις, ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν πλεονεκτεῖν Πλάτ. Πολ. 349Ε, προσέτι ἀντιτίθεται καὶ τῷ χάλασις, ἐπὶ τῇ αὐτοῦ τούτου χαλάσει τε καὶ ἀνέσει αὐτόθι 590Β· τῆς δὲ αἰσθήσεως... δεσμὸν τὸν ὕπνον εἶναί φαμεν, τὴν δὲ... ἄνεσιν, ἐγρήγορσιν Ἀριστ. π. Ὕπνου 1. 14· πάγων ἀν., ὅ ἐ. ἡ τῆξις, Πλουτ. Σερτ. 17. 2) μεταφ., ἐλάττωσις, μείωσις, ὕφεσις, κακῶν Ἡρόδ. 5. 28· λύπης, μοχθηρίας, κτλ., Πλούτ. 2. 102Β, κτλ.· ἀν. φόρων, τελῶν, ἄφεσις, ὁ αὐτ. Σερτ. 6, κτλ.· κολάσεως Πλωτῖν. 390Α: ἐπὶ πυρετοῦ, ἡ ὕφεσις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παροξυσμός, Γαλην. 3) ἄνεσις ὡς καὶ νῦν, ἀνάπαυσις, ῥᾳστώνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδή, Πλάτ. Νόμ. 724Α, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 29· ἄν. καὶ σχολὴ Πολύβ. 1. 66, 10· ψυχῆς Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Α. ΙΙ. ἀπόλαυσις, παράλυσις, ἀκολασία, ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 561Α· τὴν τῶν γυναικῶν παρ’ ὑμῖν ἄνεσιν ὁ αὐτ. Νόμ. 637C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 5· δούλων αὐτόθι 5. 11, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de laisser aller :
1 distension, relâchement;
2 détente (d’un mal, d’un chagrin, etc.);
3 remise (de dettes, d’impôts).
Étymologie: ἀνίημι.