ἀπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρεπής''': -ές, [[ἄκοσμος]], οὐχὶ [[εὐπρεπής]], [[ἀναιδής]], [[ἀσχήμων]], ἀπ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν Θουκ. 3. 57. 67· ἀπρ. καὶ ἄσχημον Πλάτ. Νόμ. 788Β· ἀλλὰ μὴν [[μέθη]] γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον ὁ αὐτ. Πολ. 398Ε· τὸ… τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπὲς Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 33· τὸ ἀπρεπὲς = [[ἀπρέπεια]] Θουκ. 5. 46., 6. 11: - Ἐπίρρ. -πῶς, ποιητ. -πέως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 272, Πλάτ. Φαῖδρ. 274Β, κλτ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[αἰσχρός]], [[μιαρός]], ὦ φθονερόν τι καὶ ἀπρεπὲς [[ἀνδρίον]] Θεόκρ. 5. 40.
|lstext='''ἀπρεπής''': -ές, [[ἄκοσμος]], οὐχὶ [[εὐπρεπής]], [[ἀναιδής]], [[ἀσχήμων]], ἀπ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν Θουκ. 3. 57. 67· ἀπρ. καὶ ἄσχημον Πλάτ. Νόμ. 788Β· ἀλλὰ μὴν [[μέθη]] γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον ὁ αὐτ. Πολ. 398Ε· τὸ… τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπὲς Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 33· τὸ ἀπρεπὲς = [[ἀπρέπεια]] Θουκ. 5. 46., 6. 11: - Ἐπίρρ. -πῶς, ποιητ. -πέως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 272, Πλάτ. Φαῖδρ. 274Β, κλτ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[αἰσχρός]], [[μιαρός]], ὦ φθονερόν τι καὶ ἀπρεπὲς [[ἀνδρίον]] Θεόκρ. 5. 40.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />malséant, inconvenant ; τὸ ἀπρεπές inconvenance.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρεπής Medium diacritics: ἀπρεπής Low diacritics: απρεπής Capitals: ΑΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: aprepḗs Transliteration B: aprepēs Transliteration C: aprepis Beta Code: a)preph/s

English (LSJ)

ές,

   A unseemly, unbecoming, ἀ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν, Th.3.57,67; ἀ. καὶ ἄσχημον Pl.Lg.788b; μέθη . . φύλαξιν -έστατον Id.R.398e; τὸ . . τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπές Epicr.11.33; τὸ ἀ., = ἀπρέπεια, Th.5.46,6.11. Adv. -πῶς, poet. -πέως, h.Merc. 272, Pl.Phdr.274b, etc.: Comp. -έστερον Hdn.3.13.1.    II of persons, disreputable, indecent, ἀνδρίον Theoc.5.40.

German (Pape)

[Seite 338] ές, unschicklich, unanständig, ἀπρεπὲς καὶ ἄσχημον Plat. Legg. VII, 788 b; μέθη τοῖς φύλαξιν ἀπρεπέστατον Rep. III, 398 c; πάσχειν THUC. 3, 67; unangemessen, νομίζων οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι 2, 36; u. öfter. – Adv. ἀπρεπῶς, ἀπρεπέως, H. h. Merc. 272.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρεπής: -ές, ἄκοσμος, οὐχὶ εὐπρεπής, ἀναιδής, ἀσχήμων, ἀπ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν Θουκ. 3. 57. 67· ἀπρ. καὶ ἄσχημον Πλάτ. Νόμ. 788Β· ἀλλὰ μὴν μέθη γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον ὁ αὐτ. Πολ. 398Ε· τὸ… τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπὲς Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 33· τὸ ἀπρεπὲς = ἀπρέπεια Θουκ. 5. 46., 6. 11: - Ἐπίρρ. -πῶς, ποιητ. -πέως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 272, Πλάτ. Φαῖδρ. 274Β, κλτ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, αἰσχρός, μιαρός, ὦ φθονερόν τι καὶ ἀπρεπὲς ἀνδρίον Θεόκρ. 5. 40.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
malséant, inconvenant ; τὸ ἀπρεπές inconvenance.
Étymologie: ἀ, πρέπω.