τέτρομος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
(6_14) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τέτρομος''': ὁ, = [[τρόμος]], Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 334Α, Ἐτυμολ. Μέγ. 560, 32, Ἡσύχ. | |lstext='''τέτρομος''': ὁ, = [[τρόμος]], Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 334Α, Ἐτυμολ. Μέγ. 560, 32, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τρόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[τέτραμος]], κατ' [[επίδραση]] του [[τρόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = τρόμος, Hp. ap. Gal.19.146, A.D.Pron.58.12, Hdn. Gr.2.190, Hsch.; cf. τέτραμος.
German (Pape)
[Seite 1100] ὁ, = τρόμος, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τέτρομος: ὁ, = τρόμος, Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 334Α, Ἐτυμολ. Μέγ. 560, 32, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τέτραμος, κατ' επίδραση του τρόμος.