κισσοδέτας: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισσοδέτᾱς''': -ου, ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ -[[δέτης]], (δέω), ἐστεμμένος μὲ κισσόν, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 9, πρβλ. [[κηροδέτης]]. | |lstext='''κισσοδέτᾱς''': -ου, ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ -[[δέτης]], (δέω), ἐστεμμένος μὲ κισσόν, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 9, πρβλ. [[κηροδέτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κισσοδέτας]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[στεφανωμένος]] με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δέτας</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κηπο</i>-<i>δέτας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ὁ, Dor. for -δέτης, (δέω A)
A bound or crowned with ivy, of Bacchus, cj. in Pi.Fr.75.9 (κισσοδόταν, κισσοδαῆ codd.).
German (Pape)
[Seite 1442] dor. = κισσοδέτης, mit Epheu gebunden, gekränzt, Bacchus, Pind. frg. 45 bei D. Hal. de C. V. p. 306, wo κισσόδετος u. κισσοδότας vermuthet wird, v. l. κισσοδαής.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοδέτᾱς: -ου, ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ -δέτης, (δέω), ἐστεμμένος μὲ κισσόν, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 9, πρβλ. κηροδέτης.
Greek Monolingual
κισσοδέτας, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -δέτας (< δέω «δένω»), πρβλ. κηπο-δέτας].