δακρυχαρής: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δακρυχᾰρής''': -ές, ὁ εὐχαρίστησιν εὐρίσκων εἰς δάκρυα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 98. | |lstext='''δακρυχᾰρής''': -ές, ὁ εὐχαρίστησιν εὐρίσκων εἰς δάκρυα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 98. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui se complaît dans les larmes.<br />'''Étymologie:''' [[δάκρυ]], [[χαίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A delighting in tears, πλούτων IG14.769 (Naples); Λάθας κευθμών Mon.Ant.11.477 (Cret.); κνίσματα prob.l.inAP5.165 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 520] ές, sich an Thränen freuend, Πλούτων Anth. (App. 98); κνίσματα Mel. 103 (V, 166).
Greek (Liddell-Scott)
δακρυχᾰρής: -ές, ὁ εὐχαρίστησιν εὐρίσκων εἰς δάκρυα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 98.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se complaît dans les larmes.
Étymologie: δάκρυ, χαίρω.