ἐκεῖσε: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκεῖσε''': ποιητ. [[κεῖσε]] (ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ [[τύπος]], ἀπαντῶν καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, [[ὅπου]] ἂν ἀπαιτῇ τὸ [[μέτρον]]): ― Ἐπίρρ., πρὸς τὰ [[ἐκεῖ]], εἰς ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], Λατ. illuc, ἀντίθετον τῷ [[ἐκεῖθεν]] ἢ [[ἐνθένδε]], Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Πέρσ. 717, Πλάτ. Νόμ. 864C, κτλ.· [[ἐκεῖσε]] κἀκεῖσε, huc et iluc, [[δεῦρο]] κἀκεῖσε, «ἐδῶ καὶ ’κεῖ», Εὐρ. Ἀνδρ. 1131, Ἑλ. 533· [[δεῦρο]] καὶ [[αὖθις]] [[ἐκεῖσε]] [[αὐτόθι]] 1141· κἀκεῖσε καὶ τὸ [[δεῦρο]] ὁ αὐτ. Φοίν. 266· [[τῇδε]] [[ἐκεῖσε]] ὁ αὐτ. Τρῳ. 333· τὸ [[κεῖσε]] δεῦρό τε Σοφ. Τρ. 929· τὸ [[τῇδε]] καὶ τὸ [[κεῖσε]] καὶ τὸ [[δεῦρο]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 424. 2) εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, Εὐρ. Ἀλκ. 363· [[ἐνθένδε]] [[ἐκεῖσε]], ἐκ τούτου τοῦ κόσμου εἰς τὸν ἄλλον, Πλάτ. Φαίδων 117C· ἴδε ἐν λ. [[ἐκεῖ]]. 3) [[μετὰ]] γεν., [[ἄνειμι]] δ’ [[ἐκεῖσε]] τοῦ λόγου Ἡρόδ. 7. 239. ΙΙ. = [[ἐκεῖ]], Ἱππ. 354. 25, Πολύβ. 5. 51, 3, κτλ.· πρβλ. Heind. ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 57Α. | |lstext='''ἐκεῖσε''': ποιητ. [[κεῖσε]] (ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ [[τύπος]], ἀπαντῶν καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, [[ὅπου]] ἂν ἀπαιτῇ τὸ [[μέτρον]]): ― Ἐπίρρ., πρὸς τὰ [[ἐκεῖ]], εἰς ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], Λατ. illuc, ἀντίθετον τῷ [[ἐκεῖθεν]] ἢ [[ἐνθένδε]], Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Πέρσ. 717, Πλάτ. Νόμ. 864C, κτλ.· [[ἐκεῖσε]] κἀκεῖσε, huc et iluc, [[δεῦρο]] κἀκεῖσε, «ἐδῶ καὶ ’κεῖ», Εὐρ. Ἀνδρ. 1131, Ἑλ. 533· [[δεῦρο]] καὶ [[αὖθις]] [[ἐκεῖσε]] [[αὐτόθι]] 1141· κἀκεῖσε καὶ τὸ [[δεῦρο]] ὁ αὐτ. Φοίν. 266· [[τῇδε]] [[ἐκεῖσε]] ὁ αὐτ. Τρῳ. 333· τὸ [[κεῖσε]] δεῦρό τε Σοφ. Τρ. 929· τὸ [[τῇδε]] καὶ τὸ [[κεῖσε]] καὶ τὸ [[δεῦρο]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 424. 2) εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, Εὐρ. Ἀλκ. 363· [[ἐνθένδε]] [[ἐκεῖσε]], ἐκ τούτου τοῦ κόσμου εἰς τὸν ἄλλον, Πλάτ. Φαίδων 117C· ἴδε ἐν λ. [[ἐκεῖ]]. 3) [[μετὰ]] γεν., [[ἄνειμι]] δ’ [[ἐκεῖσε]] τοῦ λόγου Ἡρόδ. 7. 239. ΙΙ. = [[ἐκεῖ]], Ἱππ. 354. 25, Πολύβ. 5. 51, 3, κτλ.· πρβλ. Heind. ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 57Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> là <i>avec mouv. ; particul.</i> dans l’autre monde ; avec le gén. : [[ἐκ]]. [[τοῦ]] λόγου [[ἄνειμι]] HDT je reviens à ce point de mon récit;<br /><b>2</b> là <i>sans mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐκεῖ]], -[[σε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. κεῖσε (the only form in Hom., used by Trag. where the metre requires), Adv.
A thither, to that place, opp. ἐκεῖθεν or ἐνθένδε, Hdt. 2.29, A. Pers. 717, etc. ; ἐκεῖσε κἀκεῖσε hither and thither, E. Andr. 1131, Hel. 533 ; δεῦρο καὶ αὖθις ἐ. ib. 1141 (lyr.) ; κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Id.Ph.266 ; τῇδε ἐ. Id.Tr. 333 (anap.) ; τὸ κεῖσε δεῦρό τε S. Tr. 929 ; τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Ar. Av. 425. 2 to the other world, E. Alc. 363 ; ἐνθένδε ἐ. from this world to the other, Pl. Phd. 117c. 3 c. gen., ἄνειμι δ' ἐ. τοῦ λόγου Hdt. 7.239, cf. Pl. Lg. 864c. II = ἐκεῖ, Hp. Vict. 2.38, Chrysipp.Stoic. 2.244, Plb. 5.51.3, LXX Jb. 39.29, J. AJ 3.2.1, Sch. Pi. O.9.108 ; τοὺς ἐ. ὄντας Act.Ap. 22.5.
German (Pape)
[Seite 759] dorthin; Aesch. Pers. 703 u. Folgde; oft ἐνθένδε ἐκεῖσε, auch mit dem Artikel, τὴν ἐνθένδε ἐκεῖσε καὶ δεῦρο πάλιν πορείαν Plat. Rep. X, 619 e; in die Unterwelt, Plat. oft. S. ἐκεῖ; – ἐκεῖσε καὶ δεῦρο, Eur. Hel. 1140 u. sonst; λόγοισι χαίρει, τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ' ἔχει, nach einer andern, verkehrten Seite hin, Phoen. 363; – ἐκεῖσε τοῦ λόγου ἄνειμι Her. 7, 239. – Bei Hippocr. u. Sp. = ἐκεῖ, dort, vgl. Lob. zu Phryn. p. 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκεῖσε: ποιητ. κεῖσε (ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ τύπος, ἀπαντῶν καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὅπου ἂν ἀπαιτῇ τὸ μέτρον): ― Ἐπίρρ., πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, Λατ. illuc, ἀντίθετον τῷ ἐκεῖθεν ἢ ἐνθένδε, Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Πέρσ. 717, Πλάτ. Νόμ. 864C, κτλ.· ἐκεῖσε κἀκεῖσε, huc et iluc, δεῦρο κἀκεῖσε, «ἐδῶ καὶ ’κεῖ», Εὐρ. Ἀνδρ. 1131, Ἑλ. 533· δεῦρο καὶ αὖθις ἐκεῖσε αὐτόθι 1141· κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο ὁ αὐτ. Φοίν. 266· τῇδε ἐκεῖσε ὁ αὐτ. Τρῳ. 333· τὸ κεῖσε δεῦρό τε Σοφ. Τρ. 929· τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Ἀριστοφ. Ὄρν. 424. 2) εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, Εὐρ. Ἀλκ. 363· ἐνθένδε ἐκεῖσε, ἐκ τούτου τοῦ κόσμου εἰς τὸν ἄλλον, Πλάτ. Φαίδων 117C· ἴδε ἐν λ. ἐκεῖ. 3) μετὰ γεν., ἄνειμι δ’ ἐκεῖσε τοῦ λόγου Ἡρόδ. 7. 239. ΙΙ. = ἐκεῖ, Ἱππ. 354. 25, Πολύβ. 5. 51, 3, κτλ.· πρβλ. Heind. ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 57Α.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 là avec mouv. ; particul. dans l’autre monde ; avec le gén. : ἐκ. τοῦ λόγου ἄνειμι HDT je reviens à ce point de mon récit;
2 là sans mouv.
Étymologie: ἐκεῖ, -σε.