κλαδί: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6_23) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλᾰδί''': κατὰ μεταπλ. δοτ. τοῦ [[κλάδος]]· ― ἀλλὰ κλ℁δί, Δωρ. δοτ. τοῦ [[κλείς]]. | |lstext='''κλᾰδί''': κατὰ μεταπλ. δοτ. τοῦ [[κλάδος]]· ― ἀλλὰ κλ℁δί, Δωρ. δοτ. τοῦ [[κλείς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το<br />(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και [[κλάδιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν τον αφήνει σε χλωρό [[κλαδί]]» — τον καταδιώκει [[συνεχώς]] ή δεν τον αφήνει ήσυχο [[ούτε]] [[λεπτό]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] φυτού, [[βλαστός]] δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, [[κλώνος]], [[κλωνάρι]], [[κλαρί]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δασώδης]] ή [[θαμνώδης]] [[τόπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(υποκορ. του [[κλάδος]]) [[μικρός]] [[κλάδος]], [[κλαδάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλαδίν</i>, μσν. τ. του αρχ. <i>κλαδίον</i>, υποκορ. του [[κλάδος]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κλάδα]], [[κλαδάκι]], [[κλαδερός]], [[κλαδώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κλαδολογώ]]. (Β συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αγιόκλαδο]], [[ακρόκλαδο]], <i>ανθόκλαδο</i>, <i>απόκλαδο</i>, [[βαγιόκλαδο]], <i>κοντόκλαδο</i>, <i>λειανόκλαδο</i>, [[λιόκλαδο]], [[ματόκλαδο]], <i>ξερόκλαδο</i>, <i>ξώκλαδο</i>, [[χαμόκλαδο]], [[χλωρόκλαδο]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
metapl.dat.of κλάδος:—but κλᾱδί, Aeol., Dor.dat.of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] metaplastischer dat. zu κλάδος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδί: κατὰ μεταπλ. δοτ. τοῦ κλάδος· ― ἀλλὰ κλ℁δί, Δωρ. δοτ. τοῦ κλείς.
Greek Monolingual
το
(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον)
νεοελλ.
φρ. «δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τον καταδιώκει συνεχώς ή δεν τον αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό
νεοελλ.-μσν.
1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι, κλαρί
μσν.
δασώδης ή θαμνώδης τόπος
μσν.-αρχ.
(υποκορ. του κλάδος) μικρός κλάδος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδίν, μσν. τ. του αρχ. κλαδίον, υποκορ. του κλάδος (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. κλάδα, κλαδάκι, κλαδερός, κλαδώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλαδολογώ. (Β συνθετικό) νεοελλ. αγιόκλαδο, ακρόκλαδο, ανθόκλαδο, απόκλαδο, βαγιόκλαδο, κοντόκλαδο, λειανόκλαδο, λιόκλαδο, ματόκλαδο, ξερόκλαδο, ξώκλαδο, χαμόκλαδο, χλωρόκλαδο].