προσκυρέω: Difference between revisions
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκῠρέω''': [[μετὰ]] τριῶν ἀνωμάλων χρόνων, παρατ. προσέκῠρον, μέλλ. προσκύρσω, ἀόρ. προσέκυρσα. Προσεγγίζω, [[φθάνω]] εἰς…, «πιάνω εἰς», [[μετὰ]] δοτ., προσέκυρσε Κυθήροις Ἡσ. Θεογ. 198. 2) συναντῶ τινι Ἐμπεδ. 40· [[ναῦς]] πέτρῃ πρ. Θέογν. 1361· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ὃσ’ ἐγὼ προσέκυρσ’ ἤδη Σοφ. Ο. Τ. 1299· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, δόμοισι [[πῆμα]] προσκυρεῖ, καταλαμβάνει τὸν οἶκον, Αἰσχύλ. Χο. 13. 3) [[ἀνήκω]], Διόδ. 16. 42· τὰ προσκυροῦντα τούτοις Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νά…, Ἱππ. 27. 40. | |lstext='''προσκῠρέω''': [[μετὰ]] τριῶν ἀνωμάλων χρόνων, παρατ. προσέκῠρον, μέλλ. προσκύρσω, ἀόρ. προσέκυρσα. Προσεγγίζω, [[φθάνω]] εἰς…, «πιάνω εἰς», [[μετὰ]] δοτ., προσέκυρσε Κυθήροις Ἡσ. Θεογ. 198. 2) συναντῶ τινι Ἐμπεδ. 40· [[ναῦς]] πέτρῃ πρ. Θέογν. 1361· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ὃσ’ ἐγὼ προσέκυρσ’ ἤδη Σοφ. Ο. Τ. 1299· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, δόμοισι [[πῆμα]] προσκυρεῖ, καταλαμβάνει τὸν οἶκον, Αἰσχύλ. Χο. 13. 3) [[ἀνήκω]], Διόδ. 16. 42· τὰ προσκυροῦντα τούτοις Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νά…, Ἱππ. 27. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προσκύρσω, <i>ao.</i> [[προσέκυρσα]];<br /><b>1</b> parvenir jusqu’à, atteindre, τινι;<br /><b>2</b> rencontrer ; <i>fig.</i> rencontrer (un sort, une destinée, <i>etc.</i>) acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κυρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
and προσκῠρ-κύρω [ῡ] (v. infr.), aor. προσέκυρσα,
A reach, arrive at, c. dat., προσέκυρσε Κυθήροις Hes.Th.198. b adjoin, Herod. Med. ap. Orib.10.5.10; ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῖ (or -κύρει) τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ (place-name) BGU1121.8 (i B.C.). 2 meet with, τινι Emp.2.5; ναῦς πέτρῃ π. Thgn.1361; ἑωυτοῖσι Hp.Praec.8: c. acc. rei, πάντων ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ' ἤδη S.OT1299 (anap.): reversely, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ betides the house, A.Ch.13. 3 belong, appertain, or be attached to, D.S.16.42, Plu.Art.21; τὰ προσκυροῦντα τούτοις Epist. ap. J.AJ13.4.9; τὰ προσκύροντα τῷ ἱερῷ OGI732 (Egypt, ii B.C.), cf. Sammelb.1567.7 (iii B.C.), 4208.7 (ii B.C.); τῶν οἰκοπέδων -κυρόντων Sardis 7(1).1 i 11 (iv/iii B.C.); προσκύρουσιν πρὸς τὴν κώμην καὶ ἄλλαι κῶμαι ib.4; οἱ -οντες τόποι PLond.2.401.28 (ii B.C.); ᾗ ἔχω αὐλῇ -ούσῃ οἰκίᾳ μου BGU275.6 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 771] (s. κυρέω), bis wohin reichen, gelangen, hinzukommen, προσέκυρσε Κυθήροις, Hes. Th. 189; widerfahren, bevorstehen, πότερα δόμοισι πτῶμα προσκυρεῖ νέον; Aesch. Ch. 13; Soph. vrbdt ὦ δεινότατον πάντων, ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ' ἤδη, von Allem, was ich erfahren, was mich betroffen, Soph. O. R. 1299.
Greek (Liddell-Scott)
προσκῠρέω: μετὰ τριῶν ἀνωμάλων χρόνων, παρατ. προσέκῠρον, μέλλ. προσκύρσω, ἀόρ. προσέκυρσα. Προσεγγίζω, φθάνω εἰς…, «πιάνω εἰς», μετὰ δοτ., προσέκυρσε Κυθήροις Ἡσ. Θεογ. 198. 2) συναντῶ τινι Ἐμπεδ. 40· ναῦς πέτρῃ πρ. Θέογν. 1361· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ὃσ’ ἐγὼ προσέκυρσ’ ἤδη Σοφ. Ο. Τ. 1299· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ, καταλαμβάνει τὸν οἶκον, Αἰσχύλ. Χο. 13. 3) ἀνήκω, Διόδ. 16. 42· τὰ προσκυροῦντα τούτοις Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., κάμνω ὥστε νά…, Ἱππ. 27. 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. προσκύρσω, ao. προσέκυρσα;
1 parvenir jusqu’à, atteindre, τινι;
2 rencontrer ; fig. rencontrer (un sort, une destinée, etc.) acc..
Étymologie: πρός, κυρέω.