Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκράχολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκράχολος''': [ᾱ], -ον, ὁ [[ταχέως]] ἢ αἰφνιδίως ὀργιζόμενος, [[ὀργίλος]], Ἀριστοφ. Ἱπ. 41· [[κύων]] ἀκρ., [[ὀξύθυμος]], χαλεπὸς [[κύων]], ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 535· [[μέλισσα]], Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπολέμῳ» 1.7· [[ἄχερδος]] ἀκρ., ἄγριον [[ἀπίδιον]] (ἀχλάδι) ἀκανθῶδες, τὸ ὁποῖον [[ὅταν]] τὸ ἐγγίσῃ τις ἀγκυλώνεται, Φερεκρ. Ἄδηλ. 32: - [[ὡσαύτως]] ἀκρόχολος, ον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 9, Φίλων, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἐν παραφόρῳ θλίψει εὑρισκόμενος, Θεοκρ. 24. 60. (Οἱ τύποι ἀκράχολος-[[χολέω]], ἐπιβεβαιοῦνται ὑφ’ ὅλων τῶν ποιητικῶν χωρίων, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Ἰωνικοῦ τύπου ἀκρηχολία ἐν Ἱππ. καὶ ἐν Α. Β. 77 ἀκράχολος ἀναφέρεται εἰς Πλάτ. Πολ. (441C.), [[ἔνθα]] τὰ πλεῖστα τῶν χειρογράφων ἔχουσιν ἀκρόχολος, ἐνῷ ἐν Νόμ. 731D, 791D, ἀναγινώσκομεν ἀκράχ-· πρβλ. Εὐστ. 1243. 23, 1735. 46. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο [[ἀκράχολος]], [[οὗτος]] δὲ πιθανῶς προέκυψεν ἐκ συστολῆς τοῦ ἀκρατόχολος, ἴδε ἀκρητόχολος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 664, ὅτε δὲ αὕτη ἡ [[ἔννοια]] ἐλησμονήθη, ὁ [[τύπος]] ἀκρόχολος βαθμηδὸν εἰσήχθη).
|lstext='''ἀκράχολος''': [ᾱ], -ον, ὁ [[ταχέως]] ἢ αἰφνιδίως ὀργιζόμενος, [[ὀργίλος]], Ἀριστοφ. Ἱπ. 41· [[κύων]] ἀκρ., [[ὀξύθυμος]], χαλεπὸς [[κύων]], ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 535· [[μέλισσα]], Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπολέμῳ» 1.7· [[ἄχερδος]] ἀκρ., ἄγριον [[ἀπίδιον]] (ἀχλάδι) ἀκανθῶδες, τὸ ὁποῖον [[ὅταν]] τὸ ἐγγίσῃ τις ἀγκυλώνεται, Φερεκρ. Ἄδηλ. 32: - [[ὡσαύτως]] ἀκρόχολος, ον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 9, Φίλων, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἐν παραφόρῳ θλίψει εὑρισκόμενος, Θεοκρ. 24. 60. (Οἱ τύποι ἀκράχολος-[[χολέω]], ἐπιβεβαιοῦνται ὑφ’ ὅλων τῶν ποιητικῶν χωρίων, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Ἰωνικοῦ τύπου ἀκρηχολία ἐν Ἱππ. καὶ ἐν Α. Β. 77 ἀκράχολος ἀναφέρεται εἰς Πλάτ. Πολ. (441C.), [[ἔνθα]] τὰ πλεῖστα τῶν χειρογράφων ἔχουσιν ἀκρόχολος, ἐνῷ ἐν Νόμ. 731D, 791D, ἀναγινώσκομεν ἀκράχ-· πρβλ. Εὐστ. 1243. 23, 1735. 46. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο [[ἀκράχολος]], [[οὗτος]] δὲ πιθανῶς προέκυψεν ἐκ συστολῆς τοῦ ἀκρατόχολος, ἴδε ἀκρητόχολος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 664, ὅτε δὲ αὕτη ἡ [[ἔννοια]] ἐλησμονήθη, ὁ [[τύπος]] ἀκρόχολος βαθμηδὸν εἰσήχθη).
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[ἀκρόχολος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> emporté, passionné;<br /><b>2</b> blême.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[χολή]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱχολος Medium diacritics: ἀκράχολος Low diacritics: ακράχολος Capitals: ΑΚΡΑΧΟΛΟΣ
Transliteration A: akrácholos Transliteration B: akracholos Transliteration C: akracholos Beta Code: a)kra/xolos

English (LSJ)

[ρᾱ], ον,

   A quick to anger irascible, Ar.Eq.41, Pl.R.411c, Phld.Lib. p.44 O., etc.; κύων ἀ. ill-tempered dog, Ar.Fr.594a; μέλισσα Epin. 1.7: Sup., ἀχέρδου τῆς ἀκραχολωτάτης, of a spinous pear. Pherecr. 164:—also ἀκρόχολος, ον, Arist.EN1126a18, Ph.2.268, Plu.2.604b, etc.    II generally, in passionate distress, Theoc.24.61. (ἀκρᾱ- is confirmed by metre of Com., Ion. form ἀκρη-, and etym. (shortened fr. ἀκρᾱτ-); ἀκρο- is freq. v.l. in codd. of early authors, as Pl. l. c.)

German (Pape)

[Seite 81] (ion. ἀκρήχολος, von ἄκρος od. ἄκρατος u. χόλος), jähzornig, Ar. Eq. 41 (Schol. εἰς ὀργὴν πρόχειρος); Plat. Legg. VII, 791 d Rep. III, 411 c, neben ὀργίλοι, wo vor Bekk. ἀκρόχ. stand. Allgemeiner verb. Theocr. 24, 60 ξηρὸν ὑπαὶ δείους ἀκράχολον, in heftiger Gemüthsbewegung; Phereer. bei B. A. 475 nennt ἄχερδος ἀκραχολωτάτη, derviel Spitzen, Dornen hat; μέλισσα ἀκρ. Epinic. Ath. X, 432 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράχολος: [ᾱ], -ον, ὁ ταχέως ἢ αἰφνιδίως ὀργιζόμενος, ὀργίλος, Ἀριστοφ. Ἱπ. 41· κύων ἀκρ., ὀξύθυμος, χαλεπὸς κύων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 535· μέλισσα, Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπολέμῳ» 1.7· ἄχερδος ἀκρ., ἄγριον ἀπίδιον (ἀχλάδι) ἀκανθῶδες, τὸ ὁποῖον ὅταν τὸ ἐγγίσῃ τις ἀγκυλώνεται, Φερεκρ. Ἄδηλ. 32: - ὡσαύτως ἀκρόχολος, ον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 9, Φίλων, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. καθόλου, ὁ ἐν παραφόρῳ θλίψει εὑρισκόμενος, Θεοκρ. 24. 60. (Οἱ τύποι ἀκράχολος-χολέω, ἐπιβεβαιοῦνται ὑφ’ ὅλων τῶν ποιητικῶν χωρίων, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Ἰωνικοῦ τύπου ἀκρηχολία ἐν Ἱππ. καὶ ἐν Α. Β. 77 ἀκράχολος ἀναφέρεται εἰς Πλάτ. Πολ. (441C.), ἔνθα τὰ πλεῖστα τῶν χειρογράφων ἔχουσιν ἀκρόχολος, ἐνῷ ἐν Νόμ. 731D, 791D, ἀναγινώσκομεν ἀκράχ-· πρβλ. Εὐστ. 1243. 23, 1735. 46. Ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ἀκράχολος, οὗτος δὲ πιθανῶς προέκυψεν ἐκ συστολῆς τοῦ ἀκρατόχολος, ἴδε ἀκρητόχολος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 664, ὅτε δὲ αὕτη ἡ ἔννοια ἐλησμονήθη, ὁ τύπος ἀκρόχολος βαθμηδὸν εἰσήχθη).

French (Bailly abrégé)

ou ἀκρόχολος;
ος, ον :
1 emporté, passionné;
2 blême.
Étymologie: ἄκρος, χολή.