κακκάω: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακκάω''': «[[κάμνω]] τὰ κακκά μου», παιδικὴ [[λέξις]], κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, [[κἀγὼ]] λαβὼν [[θύραζε]] ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390. | |lstext='''κακκάω''': «[[κάμνω]] τὰ κακκά μου», παιδικὴ [[λέξις]], κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, [[κἀγὼ]] λαβὼν [[θύραζε]] ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[χέζω]].<br />'''Étymologie:''' [[κάκκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A cacare, Ar.Nu.1384, 1390.
German (Pape)
[Seite 1299] bessere Form für κακάω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κακκάω: «κάμνω τὰ κακκά μου», παιδικὴ λέξις, κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, κἀγὼ λαβὼν θύραζε ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390.